Friday, November 15, 2019

Πήλιο, ένας χειμερινός προορισμός για όλες τις εποχές


κείμενο - φωτογραφίες: Μπάμπης Παυλόπουλος, iconstravel photography
γλώσσα: Ελληνικά



Η πρώτη επίσκεψή μας στο Πήλιο ήταν πριν από πολλά χρόνια. Ήταν τα χρόνια που η φήμη του άρχισε και φούντωνε, αλλά ελάχιστοι βέβαια ήξεραν περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Απλά ήταν ένας «in» προορισμός. Άλλωστε, διέθετε χιονοδρομικό κέντρο, καθώς όλοι σε αυτή τη χώρα μεγαλώσαμε με τα μπατόν στο χέρι και πάνω σε χιονοπέδιλα. Ναι, ήταν η αρχή εκείνης της εποχής που Παρασκευή απόγευμα και Κυριακή βράδυ τα αυτοκίνητα στην Εθνική Οδό με τα χιονοπέδιλα στη σχάρα ήταν σαφώς περισσότερα από εκείνα που δεν είχαν. «Καλά, χωρίς χιονοπέδιλα που είχατε πάει» ήταν το ύφος των επιβαινόντων σε αυτά ή στην καλύτερη περίπτωση «ελπίζουμε να βλέπετε ότι είχαμε πάει για σκί»! Εννοείται ότι δεν ήταν λίγοι και εκείνοι που είχαν βρει ένα νέο σπόρ, το οποίο πραγματικά τους γέμιζε και δεν έβλεπαν την ώρα να ξημερώσει Σάββατο, ώστε να βρεθούν όσο πιο νωρίς γινόταν στη χιονοπίστα, χωρίς βέβαια να ξεχνάμε και όσους ήδη ασχολούνταν με το σπορ από χρόνια. Α, ήταν και η εποχή που δεν είχαμε «Σουβ» (SUV) οχήματα, ούτε καν αλυσίδες στο χώρο αποσκευών και όταν ή διαδρομή προς τα χιονοδρομικά κέντρα είχε πάγο ή άρχιζε να χιονίζει και ο καιρός έκλεινε... καλύτερα να ήσουν μακριά. Αλλά πολύ μακριά!


Μακρυνίτσα, η πλατεία και ο ναός του Αγίου Ιωάννη (1806)

Επίσης ήταν ο καιρός που ήταν πολύ «in» να διανυκτερεύσεις σε παραδοσιακό ξενώνα. Βέβαια ήταν επίσης και η εποχή που οι παραδοσιακοί ξενώνες ήταν παραδοσιακοί ξενώνες και το Πήλιο ήταν γεμάτο από τέτοιους. Ε, τα επόμενα χρόνια θέλαμε και τζακούζι, εκτός όλων των άλλων, κάτι που οι παραδοσιακοί ξενώνες δεν διέθεταν, όπως βέβαια και όλα τα υπόλοιπα.


Πορταριά, δύο από τα σωζόμενα αιγυπτιώτικα αρχοντικά. 

Πιθανώς όμως αυτοί οι παραδοσιακοί ξενώνες ήταν το κλειδί στο Πήλιο. Πιθανώς μάλιστα ήταν μία από τις ελάχιστες φορές που το κράτος κατάφερε να λειτουργήσει όπως αρμόζει σε μία σύγχρονη πολιτεία. Πήγε που λέτε αυτό το κράτος στο Πήλιο στα μέσα της δεκαετίας του 70 και κατέγραψε όλα τα παλαιά αρχοντικά που σάπιζαν ως αποθήκες για μήλα. Μετά έστρωσε τον…, ξέρετε ποιόν, κάτω και εκπόνησε ένα σχέδιο διάσωσης της μοναδικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς που υπήρχε εκεί. Αποκατέστησε υποδειγματικά τα αρχοντικά και όχι μόνο, τα κράτησε για είκοσι περίπου χρόνια, τα δούλεψε ως ξενώνες μέσω ΕΟΤ για να πάρει τα χρήματα πίσω ή τουλάχιστον ένα μέρος και μετά τα απέδωσε πίσω στους ιδιοκτήτες τους για να συνεχίσουν όπως εκείνοι ήθελαν. Μπορούσαν να τα κρατήσουν ως ξενώνες, ως κατοικίες ή να τα πουλήσουν, αλλά δεν μπορούσαν να ξεκρεμάσουν ούτε ένα κάδρο χωρίς την άδεια της αρμόδιας υπηρεσίας, καθώς είχαν χαρακτηριστεί νεότερα μνημεία. Έτσι το Πήλιο κατάφερε σήμερα να διασώζει πιθανώς τα μεγαλύτερα σύνολα αστικής βαλκανικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στη χώρα μας.


Απόγευμα στα κλαντερίμια της Μακρυνίτσας

Τα χρόνια λοιπόν πέρασαν, το χιονοδρομικό κέντρο και τα αρχοντικά γέμισαν κόσμο, τα Σαββατοκύριακα ήταν δύσκολο ακόμα και να οδηγήσεις στο δρόμο από Βόλο ως Πορταριά, μην πούμε καλύτερα τι γινόταν σε εκείνο το έρμο πάρκινγκ της Μακρυνίτσας και το χρήμα άρχισε να ρέει άφθονο. Όμως, σε κάποιους δεν έφθανε. Έτσι οι τιμές πήραν γρήγορα την ανηφόρα, χάθηκαν στην ομίχλη που συχνά έχει στις Αγριόλευκες (η κορυφή του χιονοδρομικού) και μετά από ένα σημείο δεν ήξεραν τι ζητούσαν. Μπροστά μας, ιδιοκτήτρια ενός μικρού αρχοντικού στη Μακρυνίτσα ζήτησε για τριήμερο, νομίζω Καθαρά Δευτέρα, 52.000 δραχμές τη βραδιά, για όποιον θυμάται τι αξία είχαν τα χιλιάρικα. Η αλήθεια είναι ότι τα πήραν για λίγο καιρό ακόμα. Και μετά ήρθαν οι μέλισσες. Στις πολύ ακριβές τιμές των καταλυμάτων προστέθηκαν εκείνες των προϊόντων που πουλούσαν και βέβαια των υπόλοιπων υπηρεσιών, όπως βέβαια και το γεγονός ότι το Πήλιο ποτέ δεν φημιζόταν για το καλό του φαγητό. Άλλωστε μπορεί να ήταν και η χειρότερη εποχή για τις ταβέρνες στους χειμερινούς προορισμούς. Από την άλλη πλευρά, νέοι προορισμοί άνοιξαν και η πίττα άρχισε να μοιράζεται, ενώ η οικονομική κρίση που μας έφεραν για τους δικούς τους λόγους μερικά κοπρόσκυλα, εγχώρια, ευρωπαϊκά και διεθνή, την οποία εμείς ανεχθήκαμε, μας θύμισε ότι το σκί δεν είναι και ιδιαίτερα σημαντικό στη ζωή μας, μία χαρά θα ζήσουμε και χωρίς αυτό. Το κακό βέβαια, χωρίς να είναι το μόνο, ήταν ότι μαζί με τα ξερά κάηκαν και τα χλωρά, όπως συμβαίνει πάντα, άλλωστε.
Κάπου εκεί και κάπως έτσι άρχισε η φθίνουσα πορεία για το Πήλιο. Ο τόπος όμως δεν έχασε την ομορφιά του. Μπορεί να έχασε μεγάλο μέρος των επισκεπτών, μπορεί ορισμένα από τα αποκατεστημένα αρχοντικά να ερείπωσαν πάλι, αλλά παραμένει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μέρη που μπορεί κανείς να επισκεφθεί στην Ελλάδα. Άλλωστε, οι τιμές είναι λογικές πιά στα περισσότερα καταλύματα και το φαγητό έχει πραγματικά αναβαθμιστεί, αφού νέοι άνθρωποι εισήλθαν στο χώρο.



Τα φθινοπωρινά απογεύματα είναι μαγευτικά στη Μακρυνίτσα



Μακρυνίτσα, ο οικισμός έχει θέα στον Παγασητικό κόλπο και στη πόλη του Βόλου


Το όρος Πήλιο (γιατί για ένα βουνό μιλάμε) καταλαμβάνει το μπράτσο της Μαγνησίας, δημιουργώντας την πιο όμορφη αγκαλιά για την πόλη του Βόλου. Μάλιστα ορισμένα χωριά διακρίνονται και από την Εθνική Οδό, πηγαίνοντας για Θεσσαλονίκη. Τα τελευταία χρόνια για να ανέβεις στο βουνό δεν χρειάζεται να περάσεις μέσα από το Βόλο, αφού έχει κατασκευαστεί νέος δρόμος, κάτι σαν περιφερειακός για την πόλη, ο οποίος δίνει εύκολη πρόσβαση. Κύρια είσοδος από την Εθνική Οδό είναι το Βελεστίνο πιά.

Ανεβαίνοντας στο Πήλιο από τον Βόλο το πρώτο χωριό που θα συναντήσει κάποιος είναι η Πορταριά, το λέει και το όνομά της, αν και αυτό προέρχεται από την Παναγία την Πορταρέα, ναΰδριο του 16ου αιώνα. Βέβαια αν έχετε μέσα σας το μικρόβιο της εξερεύνησης ψάξτε πριν την Πορταριά την πινακίδα που δείχνει αριστερά προς Ανακασιά. Εκτός από το μουσείο του Θεόφιλου, δηλαδή το αρχοντικό Χατζηαναστάση ή οικία Κοντού, η ζωγραφική διακόσμηση του οποίου έγινε από τον μεγάλο λαϊκό ζωγράφο το 1912, θα ανακαλύψετε και μερικές παραδοσιακές οικίες και κάποιες γραφικές γωνίες.


Πιθανώς το Φθινόπωρο είναι η καλύτερη εποχή να επισκεφθεί κανείς το Πήλιο

Η Πορταριά είναι ένα μεγάλος οικισμός και κάτι σαν κέντρο της περιοχής. Δυστυχώς δεν διασώζει τον αρχιτεκτονικό της πλούτο, καθώς χτυπήθηκε άσχημα από το σεισμό του 1955, αν και είχαν φροντίσει νωρίτερα οι Γερμανοί για αυτό, όταν έκαψαν το χωριό. Σώζονται λίγα από τα παλιά αρχοντικά, αλλά καταφέρνει να διατηρεί μία αξιοπρέπεια. Πολλά από τα νεότερα κτήρια που χτίστηκαν ακολούθησαν με έναν τρόπο τη μορφή των παλαιότερων, έτσι ο οικισμός δίνει μέχρι ένα σημείο την εντύπωση του συνόλου, έστω και ψεύτικου. Ο δρόμος περνάει μέσα από τον οικισμό έτσι το δίκτυο με τα καλντερίμια έχει καταστραφεί σε μεγάλο ποσοστό. Όμως είναι ένα ευχάριστο μέρος που δεν προσβάλει τον επισκέπτη. Υπάρχουν πολλοί ξενώνες, οι περισσότεροι καλαίσθητοι, ορισμένοι μάλιστα στεγάζονται σε παλιά αρχοντικά, αρκετές ταβέρνες για όλα τα γούστα, καθώς και μερικά καφέ. Πάνω στον κεντρικό δρόμο ο επισκέπτης θα βρει καταστήματα με σουβενίρ και τοπικά προϊόντα, όπως βότανα, γλυκά του κουταλιού και μήλα όταν είναι η εποχή τους. Επίσης μπορεί κάποιος να επισκεφθεί το ιστορικό και λαογραφικό μουσείο που στεγάζεται σε ένα Αιγυπτιώτικου τύπου αρχοντικό, μόλις στρίψεις για Μακρυνίτσα.


Το αρχοντικό Βατσαρέα  στη Μακρυνίτσα στεγάζει ένα καλαίσθητο καφέ


Καλντερίμι στη Μακρυνίτσα

Ο δρόμος που διασχίζει την Πορταριά συνεχίζει για το χιονοδρομικό κέντρο. Στο μέσο περίπου του οικισμού, στα αριστερά φεύγει ο δρόμος για την Μακρυνίτσα, προφανώς ένα από τα πιο όμορφα χωριά της Ελλάδας. Η απόσταση είναι πολύ μικρή. Μόλις μετά από περίπου τρία χλμ συναντάμε έναν ανοιχτό χώρο με πλατάνια, το πάρκινγκ του οικισμού, καθώς εσωτερικά αυτού δεν κινούνται αυτοκίνητα. Όταν υπάρχει πολύ κόσμος, π.χ. Σάββατο ή Κυριακή πρωί που ανεβαίνουν τα πούλμαν από τα τουριστικά γραφεία, ο συνωστισμός είναι μεγάλος, το πάρκινγκ πρόβλημα και ακόμα και να στρίψεις για να φύγεις καμιά φορά δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται, αν και ο κόσμος συγκριτικά με παλαιότερες εποχές είναι πολύ λιγότερος. Η Μακρυνίτσα έχει χαρακτηριστεί «παραδοσιακός οικισμός Α΄ ζώνης» λόγω του αρχιτεκτονικού πλούτου που διασώζει. Πλούτος που αποτελείται από παλιά αρχοντικά, αυθεντικό πολεοδομικό ιστό με καλντερίμια, πλατείες που συναγωνίζονται τα καλύτερα θεατρικά σκηνικά -καλά αυτό είναι ή ήταν χαρακτηριστικό για όλα τα χωριά του Πηλίου- καθώς και μικρότερες παραδοσιακές οικίες. Περπατήστε στο κεντρικό καλντερίμι με θέα προς τον Παγασητικό κόλπο και την πόλη του Βόλου -εμάς δεν μας αρέσει, αλλά όλοι λένε ότι είναι θαυμάσια- κάντε μία στάση στην κεντρική πλατεία με την βρύση με τα υπέροχα λιθανάγλυφα και το ναό του Αγίου Ιωάννη (1806) και ήδη έχετε την εικόνα του οικισμού. Αν τώρα θέλετε κάτι παραπάνω, από το κεντρικό καλντερίμι στρίψτε δεξιά και αναζητήστε την πλατεία της Παναγίας με την ξεχωριστή είσοδο κάτω από το σπίτι του Δεσπότη, η οποία θυμίζει μοναστήρι και βέβαια… θεατρικό σκηνικό. Μετά την κεντρική πλατεία συνεχίστε ως το αρχοντικό Βατσαρέα, τώρα art café, και το εγκαταλειμμένο αρχοντικό Μουσλή, ενώ αν σας αρέσει το περπάτημα πάρτε από την πλατεία το κατηφορικό καλντερίμι που θα σας οδηγήσει στην χαμηλότερη συνοικία του οικισμού, την Κουκουράβα. Η Κουκουράβα βέβαια βρίσκεται μάλλον πιο κοντά στο Βόλο παρά στην κεντρική πλατεία. Τι, τυχαία τη λένε Μακρυνίτσα νομίζετε; Το καλντερίμι αυτό διασχίζει ολόκληρο τον οικισμό εμφανίζοντας υψομετρική διαφορά κάποιων εκατοντάδων μέτρων. Άρα, εκτός από την απόσταση, μεγάλη είναι και η ανηφόρα γυρίζοντας, αλλά είναι πολύ όμορφο, καθώς συνδυάζει πεζοπορία και αρχιτεκτονική, κάτι σπάνιο. Οι ξενώνες στην Μακρυνίτσα δεν είναι τόσοι πολλοί, εκτός βέβαια του γεγονότος ότι το κουβάλημα των αποσκευών είναι κάτι που πρέπει να σκεφτεί κάποιος πριν κάνει την κράτηση. Υπάρχουν ταβέρνες, μέρη για να απολαύσεις ένα καφέ στο ηλιοβασίλεμα και καταστήματα με σουβενίρ.
Στη Μακρυνίτσα υπάρχουν δύο μουσεία, το βυζαντινό που στεγάζεται σε ένα από τα λίγα σύγχρονα και άσχημα κτήρια του οικισμού σχεδόν πάνω στην πλατεία και το μουσείο λαϊκής τέχνης που στεγάζεται στο υπέροχο αρχοντικό Τοπάλη, κάτω από την πλατεία. Αν πάτε στο δεύτερο, ψάξτε για τον εξέχον αμυντικό πυργίσκο με τις πολεμίστρες, στο ύψος της ανώτερης στάθμης του αρχοντικού. Αποτελεί μία ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια.


Ανεβαίνοντας για Χάνια

Επιστροφή στην Πορταριά και οδηγούμε στο δρόμο προς Χάνια. Η διαδρομή κινείται στην πλαγιά του βουνού με θέα στον Παγασητικό κόλπο. Τα Χάνια είναι μία τοποθεσία με μερικά καταλύματα κεντροευρωπαϊκού τύπου, οκ θα ήθελαν να είναι τέτοια και αρκετές ταβέρνες. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι είναι άσχημα, αλλά κατά την ταπεινή μας άποψη θα έπρεπε τα πάντα εκεί να είναι μερικές χιλιάδες φορές πιο όμορφα και περιποιημένα. Λίγο μετά βρίσκεται το χιονοδρομικό κέντρο. Το «σαλέ», αχ και να ξέραμε τι ονομάζεται  «σαλέ» που το προφέρουμε με τέτοιο στόμφο, είναι συνήθως ανοιχτό τα ΣΚ και εκτός χειμερινής περιόδου. Η θέα είναι πραγματικά εντυπωσιακή από τη θέση αυτή. Επίσης εντυπωσιακό είναι ότι στο Πήλιο μπορεί να κάνεις σκι και στα πόδια σου να είναι η θάλασσα, τόσο πολύ όμως που να πιστέψεις ότι αν φύγεις για κάποιο λόγο από την πίστα, θα βρεθείς… στη θάλασσα!


Η διαδρομή για Αγριόλευκες, η κορυφή του χιονοδρομικού κέντρου

Η γύρω περιοχή βέβαια είναι πανέμορφη. Η φύση στην κυριολεξία οργιάζει, εμφανίζοντας διαφορετική εικόνα κάθε εποχή. Το χειμώνα χιονισμένα όλα, το φθινόπωρο όλα τα χρώματα της φύσης, την άνοιξη όλα πράσινα και τις καλοκαιρινές βραδιές ...χειμώνας.
Στο σημείο αυτό ο δρόμος κατηφορίζει προς την πλευρά που το βουνό βλέπει στο Αιγαίο. Υπάρχουν δύο δρόμοι, ένας προς Ζαγορά και ένας προς Κισσό. Ο δεύτερος είναι κλειστός το χειμώνα καθώς αποτελεί μέρος μίας από τις πίστες του χιονοδρομικού. Πραγματικά, μπορεί και να είναι παγκόσμια πρωτοτυπία ή τουλάχιστον δεν το έχουμε ξανασυναντήσει. Το βουνό παραμένει όμορφο σε ολόκληρη τη διαδρομή προς τη θάλασσα, νερά τρέχουν παντού από το Φθινόπωρο και μετά, ενώ η βλάστηση σε μερικά σημεία είναι αδιαπέραστη ακόμα και από τις ακτίνες του ήλιου. Όταν βέβαια αυτός φαίνεται, καθώς το Πήλιο έχει συχνά ομίχλη, προφανώς από την υγρασία του Αιγαίου. Άλλωστε το Αιγαίο είναι και ο λόγος που όταν ένα κύμα κακοκαιρίας έρχεται από τα βορειοανατολικά, χτυπά το βουνό άσχημα, αφού ενισχύεται πάνω από το αρχιπέλαγος και είναι το Πήλιο είναι το πρώτο εμπόδιο που συναντά.




Από το Φθινόπωρο και μετά τρέχουν παντού νερά μέσα σε μαγευτικά τοπία

Μετά από αρκετά χιλιόμετρα και πολλές στροφές γραφικής διαδρομής συναντάμε την διασταύρωση για Ζαγορά, αφού έχουμε πάρει το δρόμο που είναι ανοιχτός χειμώνα καλοκαίρι. Πάντως μην χάσετε αν είναι δυνατόν και τον άλλο δρόμο. Η διαδρομή είναι πραγματικά μοναδική.
Η Ζαγορά είναι ένα μεγάλο μέρος. Ο οικισμός αποτελείται από τέσσερις γειτονιές που θα συναντήσουμε διαδοχικά. Δυστυχώς οι τσιμεντοκατασκευές είναι πολλές χωρίς να διασώζει κάποιον αρχιτεκτονικό πλούτο και αν δεν σταματήσεις για να περπατήσεις μπορεί και να πιστέψεις ότι είναι ένα αδιάφορο μέρος. Όμως, δεν είναι. Υπάρχουν όμορφες πηλιορείτικου τύπου πλατείες και καλντερίμια για να κάνεις έναν ωραίο περίπατο, καθώς και ξενώνες. Μπορείτε να αναζητήσετε την πλατεία του Αγίου Γεωργίου στην ομώνυμη συνοικία και πιο πέρα το σχολείο του Ρήγα Φεραίου, του Άνθιμου Γαζή και του Γρηγόριου Κωνσταντά ή Ελληνομουσείο όπως είναι γνωστό, ένα μικρό οχυρό συγκρότημα πηλιορείτικής αρχιτεκτονικής των αρχών του 18ου αιώνα, πιθανώς.



Ζαγορά, στη συνοικία του Αγίου Γεωργίου

Επιστροφή στη διασταύρωση και συνεχίζουμε για Τσαγκαράδα. Η Τσαγκαράδα δεν είναι ακριβώς χωριό, είναι περισσότερο αυτό που ονομάζουμε… σκορποχώρι. Ο οικισμός είναι οργανωμένος σε γειτονιές χτισμένες απλωτά, έτσι σε συνδυασμό με την οργιώδη βλάστηση είναι δύσκολο να εντοπίσεις την οργάνωση αυτή. Αλλά είναι ένα πραγματικά ευχάριστο μέρος. Τόσο κάτω από τη Ζαγορά, όσο και από τη Τσαγκαράδα υπάρχουν παραλίες και θερινά θέρετρα. Βγαίνοντας από τον οικισμό επισκεπτόμαστε το πέτρινο γεφύρι με το οξύκορφο τόξο, πέντε λεπτά περπάτημα σε κατηφορικό μονοπάτι, το οποίο βέβαια μετά είναι ανηφορικό, ενώ μετά τη βροχή ή την υγρασία γλιστράει από τα φύλλα πάνω στις πέτρες του καλντεριμιού, και συνεχίζουμε τον περιμετρικό δρόμο του βουνού προς Μηλιές.
Η διαδρομή δεν χάνει την γραφικότητά της καθώς κινείται σε καθαρά ορεινό τοπίο, παρά το γεγονός ότι η θάλασσα είναι τόσο κοντά, πριν βέβαια χωθεί στο εσωτερικό του βουνού, αφού οι Μηλιές βλέπουν και πάλι τον Παγασητικό κόλπο.


Το γεφύρι της Τσαγκαράδας με το οξύκορφο τόξο

Στις Μηλιές αξίζει να επισκεφτείτε τον παλιό σταθμό του τραίνου. Είναι ο επόμενος δρόμος από την κύρια διασταύρωση που οδηγεί στο εσωτερικό του οικισμού. Πρόκειται για τη γραμμή που ένωνε το χωριό και την γύρω περιοχή με τον Βόλο. Σήμερα βέβαια αποτελεί απλώς μία γραφική νότα και λειτουργεί ως αξιοθέατο.  Ωραίο τοπίο και αν πετύχετε και το τραίνο εκεί ακόμα καλύτερα. Η γραμμή λειτουργεί τους θερινούς μήνες και η διαδρομή σταματά στα Λεχώνια. Πίσω στη διαδρομή μας και ο δρόμος περνά μέσα από τις Μηλιές και συγκεκριμένα πίσω από την μεγάλη εκκλησία στην πλατεία του χωριού. Δεν είναι άσχημο μέρος, μπορεί κανείς να βρει ταβέρνες, μαγαζιά με σουβενίρ και καφέ, αλλά αυτή η «στενωσά» μας κάνει να θέλουμε να φύγουμε γρήγορα προς την Βυζίτσα και τις Πινακάτες.


Το αρχοντικό Κόντου (1792) στη Βυζίτσα, στεγάζει έναν από τους παραδοσιακούς ξενώνες του οικισμού


Βυζίτσα, από τα πιο όμορφα χωριά της Ελλάδας

Κατά τη γνώμη μας η Βυζίτσα είναι το πιο αρχοντικό χωρίο του Πηλίου. Είναι γενικά πιο ήσυχη από τη Μακρυνίτσα, ενώ επίσης διασώζει έναν τεράστιο πλούτο από την αρχιτεκτονική της κληρονομιά. Περπατήστε ως την κλασική πηλιορείτικη πλατεία με τα πλατάνια, και τις βρύσες και μετά απλά περιπλανηθείτε στα χορταριασμένα καλντερίμια κάτω από τα αρχοντικά των τελών του 18ου αιώνα. Την ώρα του ηλιοβασιλέματος βάλτε στο κάδρο σας το σαχνισί από ένα αρχοντικό και γεμίστε το υπόλοιπο καρέ με τα απίθανα χρώματα του ουρανού. Στη Βυζίτσα υπάρχουν ταβέρνες και παραδοσιακοί ξενώνες που στεγάζονται στα αρχοντικά. Δυστυχώς και εδώ υπάρχει εγκατάλειψη, αφού ορισμένα από τα κτήρια που είχαν αποκατασταθεί, σήμερα αρχίζουν να ερειπώνονται. Αλλά ευτυχώς το μεγαλύτερο ποσοστό ακόμα κρατάει.


Η Βυζίτσα είναι γεμάτη παλιά αρχοντικά



Αρχοντικό Καραγιαννοπούλου (1791) στη Βυζίτσα

Το τέλος της διαδρομής για εμάς είναι πάντα οι Πινακάτες. Οι Πινακάτες είναι ένας ακόμα μοναδικός πηλιορείτικος οικισμός, όσο η Μακρυνίτσα και η Βυζίτσα. Διαθέτουν μία από τις πιο όμορφες πλατείες στην περιοχή, πολλά αρχοντικά και ένα διατηρημένο ιστό από καλντερίμια, στα οποία μπορεί κανείς να περπατά ευχάριστα για ώρα.  Ξενώνες υπάρχουν και στις Πινακάτες, αν και για κάποιους μαθαίνουμε ότι ανοίγουν και κλείνουν. Τώρα για ταβέρνες θα σας γελάσω, την τελευταία φορά δεν φθάσαμε εκεί. Στην πλατεία πάντως έχουμε κάνει μερικά από τα καλύτερα φαγητά στο Πήλιο και μάλιστα στις εποχές που αναφερθήκαμε στην αρχή του παρόντος.




Πινακάτες

Φυσικά το Πήλιο δεν είναι μόνο αυτά. Υπάρχουν πολύ περισσότερα πράγματα να ανακαλύψει κανείς. Απλά η προτεινόμενη διαδρομή περνά μέσα από τα πιο αντιπροσωπευτικά σημεία και χωριά της περιοχής. Φυσικά είναι αρκετά μεγάλη για να πραγματοποιηθεί μέσα σε μία ημέρα, άρα καλό θα ήταν να κοπεί τουλάχιστον στα δύο με οποίο τρόπο πιστεύει ο καθένας ότι βολεύεται.
Κατά τη γνώμη μας η καλύτερη εποχή να επισκεφθείς το Πήλιο, αν δεν θέλεις προβλήματα με το χιόνι, τα οποία αν δεν είναι κανείς συνηθισμένος μπορεί να γίνουν θεόρατα, είναι το τέλος του Φθινοπώρου. Λόγω των φυλλοβόλων δέντρων που καλύπτουν το βουνό, πλατάνια, οξιές και καστανιές τα χρώματα είναι απίστευτα, περιλαμβάνοντας ολόκληρη την παλέτα της φύσης. Επίσης, όταν τα καλντερίμια και οι δρόμοι στρώνονται με τα φύλλα που έχουν πέσει, τότε η μαγεία ολοκληρώνεται, όσο και να είναι επικίνδυνος ο συνδυασμός για να γλιστρήσεις. Από την άλλη ο φωτισμός είναι τόσο γλυκός ιδιαίτερα το απόγευμα, ενώ με λίγα σύννεφα στον ουρανό το ηλιοβασίλεμα είναι από τα καλύτερα. Φυσικά τα χιονισμένα τοπία του χειμώνα στις Αγριόλευκες έχουν τη δική τους ομορφιά, ειδικά αν σκεφθεί κανείς ότι κρέμονται πάνω από τη θάλασσα. 


Το πυργόσπιτο Κωνσταντινίδη στη Μακρυνίτσα. Θα το συναντήσουμε κατηφορίζοντας για Κουκουράβα


Πινακάτες, το αρχοντικό Ξηραδάκη

Για διαμονή θα προτείναμε την Πορταριά. Ειδικά αν πρόκειται να φθάσει κανείς στην περιοχή την Παρασκευή το βράδυ. Ο οικισμός έχει την ευκολότερη πρόσβαση, τις περισσότερες ευκολίες, ακόμα και φαρμακείο, διαθέτει τους περισσότερους ξενώνες, ενώ κατά κάποιο τρόπο είναι στη μέση.

Τέλος, ελάχιστες φορές προτείνουμε ξενώνες και ειδικά ταβέρνες για τα μέρη που επισκεπτόμαστε. Όμως αυτή τη φορά θα το κάνουμε έστω και ως απλή αναφορά.
Παραδοσιακός ξενώνας Althaia Mansion Hotel, Πορταριά.
Παραδοσιακός ξενώνας Αρχοντικό Καραγιαννοπούλου, Βυζίτσα.
Ταβέρνα Γαλήνη, Πορταριά
Οινομαγειρείο Το Κάρδαμο, Μακρυνίτσα
Ταβέρνα Το Μπαλκονάκι, Βυζίτσα



Να αφήνεις τη Βυζίτσα με την εικόνα αυτή, Κυριακή απόγευμα

Αν πάλι κάποιος θα ήθελε περισσότερες πληροφορίες για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική στο Πήλιο, μπορεί να ψάξει στο παρόν την παλαιότερη δημοσίευση «Mt Pelion, one of the most complete surviving complex-sets  of the Urban Balkan Traditional Architecture»
https://iconstravel.blogspot.com/2019/04/mt-pelion-one-of-most-complete.html



Sunday, October 13, 2019

Andromonastiro, an imposing monastic building complex in the south Peloponnese - Ανδρομονάστηρο, ένα εντυπωσιακό κτηριακό συγκρότημα στη νότια Πελοπόννησο

text - images: Babis Pavlopoulos, iconstravel photography
languages: English - Ελληνικά


The north wing with the main gate and the refectory with the adjacent tower, view of the inner yard.
Ανδρομονάστηρο, η βόρεια πτέρυγα με την κυρίως πύλη του συγκροτήματος. Δεξιά διακρίνεται το κτήριο της τράπεζας με τον εφαπτόμενο πύργο. Άποψη από την εσωτερική αυλή.

The monastery of the Transfiguration of the Savior, known as Andromonastiro, is located in Messenia prefecture, in the south part of the Peloponnese, Greece. It’s been a long time that the complex was an active monastery, remaining for many years completely abandoned and ruined. Facing the monastery as a monument, it was the best for it, because the architects and the masons who worked for its restoration, found the ruined buildings in an authentic condition, without newer additions. At the same time, this condition allow them to detect all of the older phases of the buildings, representing finally the architectural history of the complex.


The main gate of Andromonastiro.
Η κυρίως πύλη του συγκροτήματος

There are not any written mentions for the time that the monastery began, but according to the oral tradition, Andromonastiro was founded by the Byzantine emperor Andronikos II Palaiologos (1282-1328). Regardless this tradition, and according to the architectural and morphological elements, perhaps, the original core of the complex really belongs in the 13th Century. The Turkish conquest of the Peloponnese, at the middle of the 15th Century, possibly contributed to the dissolution and subsequent ravage of the monastery. In 1612 the building complex underwent an extensive restoration. The information for this building program is provided by a sigillion, issued by Patriarch Neophytos II of Constantinople. Some additional information for the second architectural phase is provided by an inscription, referring to the date 1753. In 1770, during the Orlov Revolt, the monastery suffered extensive damages, entering in a period of serious decline. It became property of the famous monastery of Saint Catherine on Mount Sinai, but in 1929 was sold to a private individual who granted it to the neighboring Voulcano monastery. Andromonastiro also belonged to the Voulcano monastery after the renovation of 1612. The last additions in the complex can be dated in the 19th Century. Today the monastery is not active, but it has been restored and even though it is still an annex of the nearby Voulcano monastery, can be visited as a cultural site.


Andromonastiro, total view of the north wing of the enclosure. On the left, the refectory and the added tower are discerned.
Ανδρομονάστηρο, γενική άποψη της βόρειας πτέρυγας του περιβόλου. Στα αριστερά διακρίνεται η τράπεζα με τον βόρειο πύργο του συγκροτήματος.

Andromonastiro is an extended building complex, with a particularly interesting and complicated defense system, reminding to the visitors of a real medieval castle. It was built in an irregular four-sided ground plan. The fortified enclosure consists of building wings, the Katholikon that is the main church, two defensive towers, and parts of walls. On the north side we can find the refectory of the monastery and the adjacent tower, the bakery, and a two-storey multi-purpose building, as well as the covered passage of the main gate which give access to the inner yard of the complex. On the west side there is one more two-storey wing with storage rooms, wine press, stables and on the upper floor cells for the monks. On the south end of this wing, a three-storey projected tower dominates the complex. Once, this tower housed the abbot’s quarters. The east side is just walled, as well as the south, except for a small part that is incorporated into the masonry of the main church’s extension.


The Katholikon (13th Century), west view.
Το Καθολικό (13ος αι), άποψη από τα δυτικά.

The Katholikon is situated close the southeast corner of the enclosure. Originally, it might be an independent construction, but after its extension with additional parts on the south, west and north sides, it is standing attached to the south side of the enclosure. The original core is a large four column, cross in square domed church of the semi-complex variant, with narthex. It was built above the most important spring of the area with drinkable water. The church can be dated in the 13th Century, belonging to the first building phase of the complex.


The refectory (begun in the 13th C) and the north tower (18th C) of the complex. The whole structure is standing very close to the, earlier built, Byzantine mansions of Mystras and to some, fortified residences, built in the same period, in the northern Peloponnese, as well as in Mani.
Τράπεζα (αρχική κατασκευή 13ος αι) και βόρειος πύργος (18ος αι). Το σύνολο στέκεται πολύ κοντά σε ορισμένα, πρωιμότερα, βυζαντινά αρχοντικά στον Μυστρά, αλλά και σε σχεδόν σύγχρονες οχυρές κατοικίες στην βορειότερη Πελοπόννησο και στη Μάνη. 

The most imposing part of the complex is perhaps the three-storey building with the adjacent tower on the north side. The rectangular building is considered as the place which housed the refectory of the monastery, belonging to the original core of the complex. The initial construction was two-storey, and can be dated in the 13th to 14th Century. During the second phase, the edge of the roof was converted into a battlemented parapet, while in the 17th Century one more storey was added. The adjacent four-storey tower can be dated in the first half of the 18th Century. When the tower was added, the access to the refectory changed and the door on the south side of it was opened. On the arch of this door we can read “July 1726” as an engraving. The whole structure is standing very close to the, earlier built, Byzantine mansions of Mystras and to some fortified residences, built in the same period in the northern Peloponnese, as well as in Mani.


Andromonastiro, southwest external view, in the middle the great tower (18th C) is discerned, as well as the Katholikon and on the left one of the ground-floor lookout rooms.
Ανδρομονάστηρο, γενική άποψη από τα νοτιοδυτικά. Στο μέσο διακρίνεται ο μεγάλος πύργος (18ος αι), δεξιά το Καθολικό και αριστερά ένα από τα εξαρτήματα, εν είδη «πολεμικού κλουβιού», του ιδιαίτερα ενδιαφέροντος αμυντικού συστήματος της μονής.

The northwest wing was originally built, the most likely, in the 17th Century, but in the 18th Century was renovated. One more storey and some assistant rooms was added, as well as the strong three-storey tower, serving as the keep of the complex. It was built as a projected from the enclosure structure, so as to have the advantage to be connected with the adjacent wing while simultaneously the tower was an independent fortress with its individual fortification. We have to not forget that towers like this, were the last shelters of the inhabitants of the complex in case of invasion.
The defense system of the complex was completed by small ground-floor lookout rooms with shot-slits, placed at the corners of the enclosure and close the main gate at neuralgic spots. These places can be characterized as ground-floor bartizans.

The high quality restoration work in the monastic complex finished in December 2015 offering to all of us a real jewel of the traditional, monastic, and defensive architecture, as it was presented from the 13th to the 18th Century in the Peloponnese. A real jewel not only for the prefecture but for the whole country.
Andromonastiro is really worth a visit.


Refectory, the original phase of the building is dated in the 13th Century. We can discern the traces of the older phases of the construction.
Τράπεζα, η αρχική φάση του κτηρίου χρονολογείται στον 13ο αιώνα. Διακρίνονται στην τοιχοποιία τα ίχνη των παλαιότερων φάσεων.


Aerial view of the Katholikon, taken from the north tower.
Καθολικό, άποψη από τον βόρειο πύργο της μονής.


Katholikon, the internal space, preserving parts of wall paintings are also discerned.
Καθολικό, άποψη του εσωτερικού χώρου, διακρίνονται τμήματα τοιχογραφιών.


Katholikon, the opus sectile floor pavement of the narthex.
Καθολικό, το μαρμαροθέτημα στο δάπεδο του νάρθηκα.


The spring under the Katholikon.
Η πηγή πάνω στην οποία χτίστηκε το καθολικό.

Το μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, περισσότερο γνωστό ως Ανδρομονάστηρο, βρίσκεται στο νομό Μεσσηνίας, στην Πελοπόννησο. Το συγκρότημα ήταν από δεκαετίες εκγαταλειμμένο και τα κτήρια είχαν ερειπωθεί. Αντιμετωπίζοντας, όμως, το μοναστήρι ως μνημείο, πιθανώς αυτό ήταν το καλύτερο που του συνέβη, καθώς οι αρχιτέκτονες, αρχαιολόγοι και μάστορες που έφεραν εις πέρας την αναστύλωση και αποκατάστασή του, βρήκαν τα κτήρια σε αυθεντική κατάσταση χωρίς νεότερες επεμβάσεις. Ταυτόχρονα αυτή η εγκατάληψη τους επέτρεψε να ανιχνεύσουν ευκολότερα τις παλαιότερες κτηριακές φάσεις, αναπαριστώντας τελικά την αρχιτεκτονική ιστορία του συγκροτήματος.



Katholikon, wall paintings on the east cross-arm of the roof.
Καθολικό, τοιχογραφίες από την ανατολική κεραία του σταυρού της στέγης.

Παρά το ότι δεν υπάρχουν γραπτές αναφορές για την χρονολογία ίδρυσης του Ανδρομονάστηρου, η παράδοση το θέλει ίδρυμα του βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328). Ανεξάρτητα όμως από την παράδοση και βάσει αρχιτεκτονικών και μορφολογικών στοιχείων, πράγματι η πρώτη φάση του συγκροτήματος θα μπορούσε να χρονολογηθεί στον 13ο αιώνα. Η τουρκική κατάκτηση της Πελοποννήσου στα μέσα του 15ου αιώνα πιθανώς προκάλεσε την διάλυση και ερήμωση της μονής. Το συγκρότημα αποκαθίσταται το 1612, μετά από εκτεταμένο πρόγραμμα εργασιών, πληροφορία που αντλούμε από σιγίλιο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Νεόφυτου Β΄. Η επόμενη κτηριακή φάση της μονής πρέπει να τοποθετηθεί στο 1753, βάσει κτητορικής επιγραφής που ήταν εντοιχισμένη στη δυτική πτέρυγα. Το 1770, κατά τα Ορλωφικά, το μοναστήρι υπέστη εκτεταμένες ζημιές και φαίνεται να πέφτει σε περίοδο σοβαρής παρακμής. Γίνεται μετόχι της μονής Αγίας Αικατερίνης Σινά, αλλά το 1929 πωλείται σε ιδιώτη, ο οποίος το παραχωρεί στη γειτονική μονή Βουλκάνου, στην οποία άλλωστε ανήκε και παλαιότερα, από το 1612. Οι τελευταίες προσθήκες χρονολογούνται στον 19ο αιώνα. Το μοναστήρι σήμερα δεν είναι ενεργό, αλλά είναι επισκέψιμο ως μνημείο.


The southwest tower (18th Century), serving as keep. A completely projected tower with individual fortification.
Ο νοτιοδυτικός πύργος (18ος αι), ουσιαστικά ο ακρόπυργος του οχυρού συγκροτήματος. Σε πλήρη προβολή σε σχέση με τον περίβολο, είχε τη δυνατότητα απομόνωσης ώστε να λειτουργήσει ως ξεχωριστό οχύρωμα.

Πρόκειται για ένα εκτεταμένο κτηριακό συγκρότημα, κάτοψης ακανόνιστου τετράπλευρου, με ένα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον και πολύπλοκο αμυντικό σύστημα που θυμίζει μεσαιωνικό κάστρο. Ο οχυρός περίβολος αποτελείται από κτηριακές πτέρυγες, το καθολικό, δύο αμυντικούς πύργους και τμήματα τειχών. Η βόρεια πτέρυγα περιλαμβάνει την τράπεζα, τον εφαπτόμενο σε αυτή πύργο, το μαγκιπείο και ένα διώροφο δαιδαλώδες κτήριο, κάτω από οποίο περνά το διαβατικό της κυρίως πύλης. Στη δυτική πτέρυγα βρίσκουμε ένα ακόμα διώροφο κτίσμα, το οποίο περιλαμβάνει αποθηκευτικούς χώρους, στάβλους, πατητήρι και στο άνω επίπεδο χώρους ενδιαίτησης των μοναχών. Στη νότια άκρη της πτέρυγας δεσπόζει τριώροφος πύργος που κάποτε στέγαζε το ηγουμενείο. Η ανατολική και νότια πλευρά του περιβόλου αποτελούνται από ανεξάρτητο τείχος, εκτός από ένα μικρό τμήμα της νότιας που ενσωματώνεται στην επέκταση του καθολικού.

Το καθολικό υψώνεται κοντά στην νοτιοανατολική γωνία του περιβόλου και αρχικά φαίνεται ότι ήταν μία ανεξάρτητη κατασκευή. Όμως το νότιο τμήμα της μεταγενέστερης επέκτασής του ενσωμάτωσε μερικώς το εξωτερικό τείχος. Ο αρχικός πυρήνας είναι ένας ευρύχωρος τετρακιόνιος, σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με τρούλο και νάρθηκα, της παραλλαγής του ημισύνθετου τετρακιόνιου. Χτίστηκε πάνω από πηγή, η οποία θεωρείται η σπουδαιότερη με πόσιμο νερό της περιοχής. Το μνημείο μπορεί να χρονολογηθεί στο 13ο αιώνα, ανήκοντας στην αρχική φάση του συγκροτήματος.
Το πιο εντυπωσιακό όμως τμήμα του Ανδρομονάστηρου είναι πιθανώς το τριώροφο κτήριο με τον εφαπτόμενο τετράγωνο πύργο στη βόρεια πτέρυγα. Το μακρόστενο κτήριο θεωρείται ότι στέγαζε την τράπεζα της μονής και αποτελούσε μέρος της πρώτης περιόδου αυτού. Πρόκειται για κτήριο αρχικά δύο στάθμεων που μπορεί να χρονολογηθεί στον 13ο ή 14ο αιώνα. Κατά τη δεύτερη φάση η στέγη τροποποιείται και αποκτά οχυρό στηθαίο με επάλξεις, ενώ τον 17ο αιώνα ένας ακόμα όροφος προστίθεται. Ο εφαπτόμενος τετραώροφος πύργος μπορεί να χρονολογηθεί στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα, περίοδο που πιθανώς λόγω της κτίσης αυτού άλλαξε ο τρόπος πρόσβασης στο εσωτερικό του μεγάλου κτηρίου, με την είσοδο να μεταφέρεται στη νότια πλευρά. Στο τόξο αυτής της θύρας υπάρχει ακιδογράφημα που αναφέρει την ημερομηνία «Ιούλιος 1726». Η συνολική κατασκευή στέκεται πολύ κοντά στα, πρωιμότερα βέβαια, βυζαντινά αρχοντικά του Μυστρά και σε ορισμένες, ακόμα και σχεδόν σύγχρονες, πυργοκατοικίες της βορειότερης Πελοποννήσου, αλλά και της Μάνης.


The square north tower (18th Century) of the complex, built attached to the refectory.
Ο τετραγωνικής διατομής βόρειος πύργος (18ος αι) του συγκροτήματος, χτισμένος σε επαφή στο κτήριο της τράπεζας. 

Η βορειοδυτική πτέρυγα φαίνεται να ανήκει στον 17ο αιώνα, αλλά να έχει ανακαινιστεί κατά τον 18ο αιώνα, περίοδος που προστέθηκαν βοηθητικοί χώροι, αλλά και ο εντυπωσιακός ακρόπυργος της μονής. Ο ακρόπυργος είναι χτισμένος σε πλήρη προβολή σε σχέση με τον περίβολο, έχοντας έτσι τη δυνατότητα ελέγχου της εξωτερικής όψης του τείχους, ενώ δύναται να απομονωθεί, λειτουργώντας ως αυτόνομο οχύρωμα, ανεξάρτητο από το υπόλοιπο συγκρότημα, με δικό του σύστημα οχύρωσης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παρόμοια κτήρια ήταν το τελευταίο καταφύγιο των ενοίκων του οχυρώματος σε περίπτωση εισβολής στον περίβολο.
Το αμυντικό σύστημα του συγκροτήματος συμπληρώνεται από στενούς ισόγειους χώρους επόπτευσης με πολεμίστρες, τοποθετημένους κοντά στις γωνίες του περιβόλου και κοντά στην κύρια είσοδο, σε νευραλγικά σημεία. Οι κατασκευές αυτές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ισόγεια «πολεμικά κλουβιά».


Northwest wing, view of the inner yard.
Βορειοδυτική πτέρυγα του περιβόλου, άποψη από την αυλή.

Η εξαιρετική αποκατάσταση του μοναστικού συγκροτήματος ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2015, παραδίδοντάς μας ένα αληθινό κόσμημα της παραδοσιακής, μοναστικής αλλά και οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον 13ο ως τον 18ο αιώνα στην Πελοπόννησο. Ένα αληθινό κόσμημα, όχι μόνο για τη Μεσσηνία, αλλά και για ολόκληρη τη χώρα. Πραγματικά αξίζει την επίσκεψη.


Andromonastiro, ground plan: I Katholikon (13th C), II refectory (13th C), III north tower (18th C), IV north wing (17th C), V west wing (17th C), VI southwest tower (18th C).
Ανδρομονάστηρο, κάτοψη κτηριακού συγκροτήματος (από ενημερωτική πινακίδα στον περίβολο του μνημείου): Ι Καθολικό (13ος αι), ΙΙ τράπεζα (13ος αι), ΙΙΙ βόρειος πύργος (18ος αι), IV βόρεια πτέρυγα (17ος αι), V δυτική πτέρυγα (17ος αι), VI νοτιοδυτικός πύργος (18ος αι).




Friday, July 26, 2019

Nafplion, a great history written on fortresses and mansions - Ναύπλιο, μία μακρά ιστορία γραμμένη σε κάστρα και αρχοντικά

text - images: Babis Pavlopoulos, iconstravel photography
languages: English - Ελληνικά



Nafplion, the Old Mosque, crowned by Palamidi fort, long history in one image.
Ναύπλιο, το Παλιό Τζαμί "στεφανωμένο" με το Παλαμήδι, μία μακρά ιστορία σε ένα καρέ.

Nafplion is the capital of Argolida prefecture, located in the northeast Peloponnese. According to the Mythology, Nafplios, son of the god Poseidon, was the founder of the ancient city, named Nafplia. The oldest archaeological finds in the area can be dated in the 17th - 16th Century BC. Until the 7th Century BC, Nafplia was an independent city-state, but in the 2nd Century AD, the traveler Pausanias found the city abandoned. Nafplion was inhabited again in the 6th - 9th Century AD. The new inhabitants settled the already, since the Hellenistic period, fortified hill, establishing the city of Nafplion. During the 11th Century, Nafplion was a commercial centre of the Byzantine Empire. The first Venetians came in Nafplion in the 12th Century, when the Byzantine Emperor granted to them commercial privileges. After the forth crusade in 1204, the city passed to the hands of the Franks, and the long Frank/Venetian rule period began. In 1388 Naflion changed hands and Venetians became the lords of the city. It was the period when the most of the fortifications around the city were built and the town tissue was expanded on the north slopping of the fortified hill, known as Akronafplia. This expansion created the Lower city, the ancestor of the today historical city (old city). The small see-fort, built on the small island of Saint Theodors, located on the entrance of the port, is dated in 1470. The Ottoman rule period began in 1540, after a three years siege. After this siege most of the buildings of the city had been destroyed. Venetians came back in 1686 with Francesco Morosini in charge. They continued the fortification works, simultaneously forbidding the inhabitation on the Akronafplia hill, fixing and expanding the damaged parts of the walls and also building the Palamidi fort in just three years (1711-1714). In 1715 Turks returned, remaining lords of the city until the national uprising in 1821. In 1822 the Palamidi fort was occupied by the Greeks with Staekos Staekopoulos in charge.


Old city of nafplion, whole view, Akronafplia fort on the left and Bourtzi sea-fort on the depth.
Γενική άποψη της Παλιάς πόλης του Ναυπλίου, αριστερά διακρίνεται η Ακροναυπλία και στο βάθος το Μπούρτζι.

The modern period of the city began, as Nafplion became the seat of the government of the revolution and after the establishment of the Modern Greek State was the first capital of the State until 1833.


Syntagma (Constitution) square, a really unique complex-set for Greece.
Πλατεία Συντάγματος, ένα πραγματικά μοναδικό αρχιτεκτονικό σύνολο για την Ελλάδα.


On the bastions of Palamidi fort, view to Arkonafplia's peninsula.
Στις ντάπιες του Παλαμηδιού με θέα στην χερσόνησο της Ακροναυπλίας.


Bourtzi sea-fort, built by Venetians in 1470, standing on the entrance of the port.
Ο θαλασσόπυργος Μπούρτζι, χτισμένος από τους Ενετούς το 1470 στην είσοδο του λιμανιού.

The city was partially redesigned in the Hippodamian town tissue system by the architect Stamateos Voulgares, so buildings were demolished and fatally some others changed use. The only part of the town tissue that is preserved in its original form is the Psaromachalas neighborhood, located in the southwest part of the old city. The king Konstantinos street, leading from the central square to the Trion Navarchon square (Three Admirals square), is part of the new plan of the city, as well as the Trion Navarchon square. On this square the governor mansion was standing. The mansion was destroyed in 1929 by fire.


On the pedestrian streets of the Old city.
Στους πεζόδρομους της Παλιάς πόλης.


Old city of Nafplion, the red dome belongs to the Byzantine church of  Saint Sophia (10th C).
Παλιά πόλη, ο κόκκινος τρούλος ανήκει στο βυζαντινό ναό της Αγίας Σοφίας (10ος αι).


Street-stair, leading to Psaromachalas neighborhood.
Δρομοσκάλα στον Ψαρομαχαλά.

The see-walls were demolished in 1867, so as the Amalias avenue to be constructed, and in 1894-95 the same luck had the east walls. Since 1962 the old city of Nafplion has been characterized as a listed city-monument.

In Nafplion the first governor of Greece, Ioannes Kapodistrias was murdered in 1831, and the first king of Greece, Othon, disembarked for first time in the country.


Palamidi fort (1711-1714), the stone-staircase which connects the city with the fort is discerned.
Παλαμήδι (1711-1714), διακρίνεται η σκάλα που ενώνει την πόλη με το φρούριο.


Palamidi fort with the full-moon rising above its bastions. 
Το Παλαμήδι με την πανσέληνο να ανατέλλει πάνω από τις ντάπιες του. 


In the internal space of Palamidi fort.
Στο εσωτερικό του Παλαμηδίου.

Nafplion, perhaps, in the course of the years, changed appearance, losing several important and historical elements of its original form. Nevertheless, the city remains one of the most beautiful that we can find in Greece. Nafplion manages to preserve, except for the buildings, the castles and parts of its fortifications, an absolutely authentic sense in its atmosphere.

So, the past is here, dressed with its most formal dresses. Park your car close to the edge of the old city and make your decision. You will visit first the Palamidi fort or you will enter to the old town tissue?


Akronafplia, partial view, the restored gate of the Old city is also discerned.
Ακροναυπλία, μερική άποψη, διακρίνεται επίσης η "πύλη της ξηράς".


Akronafplia, southwest view.
Ακροναυπλία, νοτιοδυτική άποψη.


Akronafplia, the gate above the Old city.
Ακροναυπλία, η πύλη άνωθεν της Παλιάς πόλης.

The city of Nafplion is also known for its fortifications. There are three forts around the city, creating a defensive complex-set with a great value for the fortification study after the start of the gun-powder’s use. The most impressive is the Palamidi fort, located outside the old city.
If you decided to visit the Palamidi fort, think that, according to the myth, you have to walk on 999 steps, actually they are less, as part of one of the most picturesque stone-stairs you can find. This is the better way to visit Palamidi fort, in a direct connection with the city, due to the view. The second option is to drive until the gate of the fort but… losing the experience.


Bourtzi sea-fort, aerial view, taken from Palamidi fort.
Θαλασσόπυργος Μπούρτζι, άποψη από το Παλαμήδι.


Bourtzi sea-fort, the Keep (donjon).
Ο ακρόπυργος στο Μπούρτζι.


Bourtzi sea-fort, the gate.
Μπούρτζι, η πύλη του θαλασσόπυργου.

The Palamidi fort is standing on a hill, 216 m high. Palamidis was the son of Nafplios, the mythological founder of the city. It is considered that the original defensive works were carried out by the Byzantine lord, Leon Sgouros, but the today fort was built by Venetians between the years 1711-1714. It was planned by the civil engineers, Giaxich and Lasalle. The fort represents all the elements of the 18th Century defensive architecture. When gun-powder began to be used in battles, the basic principles of the defensive architecture changed. The walls began to be built as lower structures, more compact and thicker, with slopping façades, so as to efficiently resist against the artillery. Palamidi was built exactly in this type. It consists of a main fortress and surrounding bastions. The most important is that all these bastions could cooperate with each other and of course with the main fortress, but also could work as independent fortresses. So, the besiegers had to organize separate sieges for each one of the bastions. This is the reason that Palamidi is considered as a masterpiece of the defensive architecture of that period.


King Konstantinos street, belonging to the new plan of the city after the national uprising.
Η οδός Βασιλέως Κωνσταντίνου, η χάραξή της ανήκει στην ανασχεδίαση της πόλης μετά την Επανάσταση.

The other two fortresses are Akronafplia, in fact means the “citadel of Nafplion”, and the Bourgi see-fort, which both we can be visited, entering to the old city.
Akronafplia occupies the rocky peninsula, in the south of the city. The hill of the peninsula is 85 m high, creating a plateau on its top, around 400X900 m. The peninsula was fortified already since the antiquity. The fortifications were reinforced by the Byzantines. The fortress is separated in two parts, the east, known as Frankish, and the west, known as Greek. When Venetians became lords of the place in 1389 completed the walls and built a new fortress, attached to the west part, known as the fortress of Torres, but on a lower level. Venetians continued the reinforcing during the second Venetian rule period of the Peloponnese (1686 - 1715), building new bastions, so as the walls to surround the whole peninsula. One of the most well preserved parts is the west, where the bastion of “the five brothers” is situated, a name coming from the five cannons that were placed on this spot. Unfortunately, the appearance of the fort has been downgraded, due to the large hotels that the State allowed to be built on the plateau of the peninsula. The worst is that the one of them is abandoned, remaining there for decades, as the shame of the city. Someone can visit Akronafplia, either “climbing” on the highest levels of the old city, or following the uphill road outside the east edge of the settlement, under Palamidi.


Openings and balconies underline the physiognomy of the city.
Τα ανοίγματα και τα μπαλκόνια δίνουν το δικό του τόνο στη φυσιογνωμία της πόλης.

The Bourgi see-fort is standing in the middle of the gulf in front of the city, as an inseparable element of the city’s physiognomy. Perhaps, it is the symbol of Nafplion and its history. It was built in 1470 by the Venetians, occupying the small island of Saint Theodors. Venetians connected Akronafplia and Bourgi with an iron chain, so as to protect the port. The other side of the gulf was marsh-like, so the ships was difficult to approach. Due to this chain, Nafplion was also known as “Porto Catena”. It consists of defensive undersea work, the slopping walls, as the use of the cannons ordered, and a tall tower, built in the type of keep (donjon), the last shelter of the defenders in case of invasion, and the most important element for the defense of the fortress. Unfortunately, on Bourgi we had the same degradation like Akronafplia, because the fort was converted into a hotel for some years. Today, it is standing in a good condition, but the traces of the previous touristic activities are still visible. We can visit Bourgi by taking a boat from the dock in front of the city.

However, even though the battlements, the bastions and the towers have their wild beauty, today Nafplion breaths on its narrow streets and street-stairs.


The Venetian Arsenal dominates the central square. Huge dimensions, naked masonry, arcade on the ground level. Today houses the Archaeological Museum.
Το κτήριο της Αποθήκης του Στόλου δεσπόζει στην κεντρική πλατεία. Μεγάλες διαστάσεις, εμφανή λοθοδομή και τοξοστοιχεία στο ισόγειο. Σήμερα στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο.


Syntagma square, the east part. On the right, the Old Mosque is discerned.
Πλατεία Συντάγμάτος, ανατολικό τμήμα. Στα δεξιά διακρίνεται το Παλιό Τζαμί.


Old-style signs are usual above the entrances of the shops.
Καλαίσθητες, παλαιού τύπου ταμπέλες συνηθίζονται στην πόλη.

Entering to the old city of Nafplion, neoclassical architecture seems dominates the settlement. However, a walk on the streets and the stairs of Psaromachalas neighborhood, and a few more specific searching on the buildings, is enough to make us realize that many elements belonging to traditional architecture are preserved. Sometimes, whole buildings belong to this architectural style. So, in fact, Nafplion is standing between neoclassical and traditional (Balkan?) architecture, perhaps inspired by the Italian/Venetian style. We cannot ignore that the city was known as “Napoli di Romana”. The final result is an architectural wealth, especially if we combine this wealth with the preserved religious buildings, Christian churches and Ottoman mosques.


Mansion in Nafplion, detail.
Λεπτομέρεια αρχοντικού.


Night watch
Βραδυνός περίπατος 
  
So, the researcher can find residences built in square neoclassical ground plans, but also rectangular shapes, originating in the traditional architecture, with coated or naked façades, or both (we also found a cloisonné type). Also, projected parts on the upper levels can be spotted. The projected parts is an important element of the urban Balkan traditional architecture. Some residences with similar timid constructions imitate these older projections, which were very usual before the national uprising. Some of the cornices of the roofs are wave-shaped and some others are wooden, just covering the edge of the roof, but often decorated with paintings, even though there are many of them simply constructed. The roofs are covered by clay-tiles with acroteriums on their edges. The entrances are often arched and monumental, adorned with pseudo-pilasters and pseudo-capitals. The balconies dominate the narrow streets. Some of them are constructed by marble, richly decorated with sculptures, and some others made by wood and metal, as simple structures. The position of the buildings’ openings usually follow the symmetrical type of the neoclassical style. However, the repeating motive in series reminds us of the similar arrangement in traditional architecture. In addition, the windows are, perhaps, the element that mainly reminds us of Italy. The big arched doors in series that we can find on the ground level of some buildings, also belong to the neoclassical architecture. At the same time, the stone or marble street-stairs leading to the upper parts of the city are very interesting. Especially, these which are made by red marble, a material that we can find on the decoration of some monumental main entrances of the residences in the settlement.


An authentic sample of the urban Balkan traditional architecture, today houses a hotel.
Ένα αυθεντικό δείγμα της αστικής βαλκανικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, σήμερα φιλοξενεί ξενοδοχείο.


Mansion, standing between traditional and neoclassical architecture.
Αρχοντικό, στέκεται ανάμεσα στην παραδοσιακή και νεοκλασική αρχιτεκτονική.
    
There are many important buildings in Nafplion, belonging either to secular architecture, or to religious architecture. In the central square, a really unique one for Greece, named Syntagma (Constitution) square, Plane-tree square earlier, you can admire one of the most imposing buildings of the city, the Venetian Arsenal, which today houses the Archaeological museum. The building, constructed in 1713, dominates the square with its huge dimensions, its brutal naked masonry, decorated with sculptures and the arcade in front of the ground level. In the south, we can find the Voulefticon, an Ottoman mosque, known also as the Aga-Pasha mosque, which housed the first parliament of the Modern Greek State. The mosque is dated in 1730 and originally an open portico was added on the west side. Next to it, the Medresses, a religious university, is standing, a naked-stone building, dated in the second Ottoman period, end of the 18th Century - start of the 19th Century. Behind it, we can find another huge building, the seat of the Venetian governor of the Peloponnese, Alessandro Bon, and later the Ottoman governor of the city, Aga Pasha Delviniotes. This is a rectangular, three-storey building, dated in the second Venetian rule period of the Peloponnese (1686-1715). Look for the chimneys of the mansion, probably the most beautiful in the whole city. The mansion was also the seat of the Greek government during the national uprising.


Mavrogenous mansion, south view. The rectangular ground plan and the projected part (sachnisi) classify the building in traditional architecture style.
Αρχοντικό Μαντούς Μαυρογένους. Η μακρόστενη κάτοψη και το εξέχον άνω επίπεδο (σαχνισί) κατατάσσουν το κτίσμα στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική.


Ypsilantes mansion, situated opposite the Mavrogenous mansion.
Αρχοντικό Υψηλάντη, απέναντι από το αρχοντικό Μαυρογένους.

Opposite to the Venetian Arsenal on the square, the Old Ottoman mosque is situated. It is dated in the first Ottoman rule period of the city. Stand in the middle of the square and take a photo with Palamidi on the background, crowning the Old mosque, capturing a big part of the Nafplion’s history in one image. Look for the architecturally interesting mansion that houses the hotel “Grand Sarai”, built in the second Venetian rule period, the Armansberg mansion, the residence of the count Armansberg, member of the Regency, dated in the same period, the Ypselantes and Manto Mavrogenous mansions, situated one across the other, as well as the mansion that houses the Ilion hotel, dated in 1620. The last one is a real sample of the urban Balkan architecture. However, these buildings are not the only important, as there are many more that you can discover wandering in the city.  
It also worth a visit to the churches of the Birth of Our Lady, a three-aisled basilica dated in 1700 behind the Venetian Arsenal, Saint Spyridonas (1702), the place that Ioannis Kapodistrias, first governor of Greece, was murdered in 1831, Saint George, dated in 1540 and converted two times into a mosque, and to the Catholic Church, an Ottoman mosque earlier, perhaps originally the main church (Catholicon) of a Franciscan monastery, perhaps dated in the 14th century.

So, forts, mansions, residences, churches and mosques sign the long history of the city. This is the reason that our advice is not to try a visit to all of them in one day. However, you will need time to enjoy a coffee, or a lunch, sitting on the pedestrian streets, or on the Syntagma square. Such a long history cannot be included in just one day.


The residence of the count Armansberg, member of the Regency.
Η κατοικία του κόμη Άρμανσμπεργκ, μέλους της Αντιβασιλείας.


Three-storey mansion, dated in the second Venetian rule period. It was the seat of the Venetian governor, later of the Turk governor and finally the seat of the Greek government during the revolution.
Αρχοντικό τριών επιπέδων, χρονολογημένο στην περίοδο της Β΄ Ενετοκρατίας. Ήταν η έδρα του Ενετού Προβλεπτή, αργότερα του Τούρκου διοικητή και τέλος της Ελληνικής κυβέρνησης κατά την Επανάσταση.


Το Ναύπλιον βρίσκεται στη βορειοανατολική Πελοπόννησο και είναι η πρωτεύουσα του νομού Αργολίδας. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η πόλη πήρε το όνομά της από τον Ναύπλιο, γιό του Ποσειδώνα. Η αρχαία πόλη που ίδρυσε ο Ναύπλιος, ονομαζόταν Ναυπλία. Τα παλαιότερα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή χρονολογούνται μεταξύ του 16ου και 17ου αιώνα π.Χ.. Ως τον 7ο αιώνα π.Χ. η Ναυπλία ήταν μία ανεξάρτητη πόλη-κράτος, αλλά τον 2ο αιώνα μ.Χ. ο Παυσανίας που επισκέπτεται την περιοχή, την βρίσκει εγκαταλειμμένη. Η περιοχή φαίνεται ότι κατοικείται ξανά τον 6ο με 9ο αιώνα. Οι νέοι κάτοικοι εγκαθίστανται στην, ήδη οχυρωμένη από την ελληνιστική περίοδο, χερσόνησο, γνωστή ως  Ακροναυπλία, ιδρύοντας την πόλη του Ναυπλίου. Κατά τον 11ο αιώνα το Ναύπλιο αναφέρεται ως εμπορικό κέντρο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι πρώτοι Βενετοί ήρθαν στο Ναύπλιο τον 12ο αιώνα, όταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας τους παραχώρησε εμπορικά προνόμια. Μετά την τέταρτη σταυροφορία, το 1204, η πόλη περνά στα χέρια των Φράγκων και η μακρά Φραγκοβενετική περίοδος της πόλης ξεκινά. Οι Ενετοί γίνονται απόλυτοι άρχοντες της πόλης το 1388. Είναι η περίοδος στην οποία χρονολογούνται τα περισσότερα οχυρωματικά έργα, καθώς και η επέκταση της πόλης εκτός των τειχών της Ακροναυπλίας, στα βόρεια πρανή του λόφου. Η επέκταση αυτή ίδρυσε την Κάτω πόλη και ουσιαστικά πρόκειται για τον πρόγονο της σημερινής Παλιάς πόλης. Στην περίοδο της Α΄ Ενετοκρατίας ανήκει και ο θαλασσόπυργος στην είσοδο του λιμανιού, γνωστός ως Μπούρτζι. Χτίστηκε το 1470 πάνω στο μικρό νησάκι των Αγίων Θεοδώρων. Το 1540 η πόλη πέφτει στα χέρια των Τούρκων μετά από τρίχρονη πολιορκία. Με το τέλος της πολιορκίας τα περισσότερα κτήρια της πόλης είναι κατεστραμμένα. Οι Ενετοί επιστρέφουν το 1686 με τον Φραγκίσκο Μοροζίνι και την Β΄ Ενετοκρατία στην Πελοπόννησο. Συνεχίζουν την ενίσχυση των οχυρωματικών έργων, ενώ απαγορεύουν την κατοίκηση στο λόφο της Ακροναυπλίας, εντός των τειχών. Επεκτείνουν τις οχυρώσεις και διορθώνουν τα κατεστραμμένα τμήματα αυτών, ενώ μέσα σε τρία μόλις χρόνια χτίζουν το Παλαμήδι (1711-1714). Οι Τούρκοι επιστρέφουν το 1715 παραμένοντας κύριοι της πόλης ως την επανάσταση του 1821. Το 1822 το Παλαμήδι καταλαμβάνεται οριστικά από τους Έλληνες με τον Στάικο Σταικόπουλο επικεφαλής.


A strange and rare structure on the top of the roof of a residence, known as "solario".
Μία σπάνια κατασκευή άνωθεν στέγης, γνωστή ως "ηλιακός".

Έτσι ξεκινά η νεότερη περίοδος της πόλης. Το Ναύπλιο γίνεται η έδρα της κυβέρνησης της Επανάστασης και μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους ανακηρύσσεται η πρώτη πρωτεύουσα αυτού, ως το 1833.  
Η πόλη επανασχεδιάζεται μερικώς από τον αρχιτέκτονα Σταμάτιο Βούλγαρη, πάνω στις αρχές του Ιπποδάμειου πολεοδομικού συστήματος. Πολλά κτήρια γκρεμίζονται και μοιραία άλλα αλλάζουν χρήση. Το μόνο τμήμα που δεν πειράχθηκε είναι ο Ψαρομαχαλάς, η γειτονιά που βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του ιστού. Η οδός Βασιλέως Κωνσταντίνου που οδηγεί από την κεντρική πλατεία στην πλατεία Τριών Ναυάρχων ανήκει στην νεότερη σχεδίαση. Στην πλατεία Τριών Ναυάρχων χτίστηκε το μέγαρο του Κυβερνήτη που αργότερα φιλοξένησε και τον βασιλιά Όθωνα. Το κτήριο καταστράφηκε από φωτιά το 1929.
Τα θαλάσσια τείχη κατεδαφίστηκαν το 1867 για να κατασκευαστεί η λεωφόρος Αμαλίας, ενώ την περίοδο 1894-95 την ίδια τύχη είχαν και τα ανατολικά τείχη. Από το 1962 το Ναύπλιο είναι χαρακτηρισμένο ως ιστορική διατηρητέα πόλη.
Στην πόλη του Ναυπλίου δολοφονήθηκε ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, Ιωάννης Καποδίστριας το 1831 και στην προκυμαία του ο βασιλιάς Όθωνας αποβιβάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα.



Arch-headed monumental-style entrances.
Τοξωτές, μνημειακές είσοδοι.

Το Ναύπλιο, πιθανώς, στο πέρασμα των χρόνων άλλαξε εμφάνιση, χάνοντας σημαντικά ιστορικά στοιχεία της αρχικής μορφής του. Παρόλα αυτά, η πόλη παραμένει μία από τις ομορφότερες στη χώρα μας, καθώς καταφέρνει να διατηρεί, εκτός από τα κάστρα και τα κτήρια, μία πραγματικά αυθεντική αίσθηση στην ατμόσφαιρά της.




Balconies dominate the narrow pedestrian streets. Marble, iron and wood are the materials that they were made in different styles.
Τα μπαλκόνια, κατασκευασμένα από διάφορα υλικά όπως, μάρμαρο, σίδερο και ξύλο, σε διάφορους τύπους, δίνουν τον δικό τους χρώμα στους πεζόδρομους της πόλης. 

Το παρελθόν είναι εδώ λοιπόν, ενδεδυμένο με τις πιο επίσημες φορεσιές του. Αφήστε το όχημά σας κοντά στην άκρη της Παλιάς πόλης και αποφασίστε. Θα επισκεφθείτε πρώτα το Παλαμήδι ή θα εισέλθετε πρώτα στον ιστό της Παλιάς πόλης;
Η πόλη του Ναυπλίου πέρα από οτιδήποτε άλλο είναι γνωστή και για τις οχυρώσεις της. Υπάρχουν τρία κάστρα γύρω από την πόλη, τα οποία δημιουργούν ένα οχυρωματικό σύνολο, σπάνιας αξίας για την μελέτη της οχυρωτικής μετά την ανακάλυψη και χρήση της πυρίτιδας.
Αν τελικά αποφασίσετε να επισκεφθείτε πρώτα το Παλαμήδι, καλό είναι να γνωρίζετε ότι έχετε να ανεβείτε 999 σκαλιά, σύμφωνα με το θρύλο, στην πραγματικότητα είναι λιγότερα, περπατώντας σε μία από τις ομορφότερες δρομοσκάλες που μπορεί κανείς να συναντήσει. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να φτάσετε στο κάστρο, λόγω της θέας προς τη πόλη και τη γύρω περιοχή. Η άλλη επιλογή είναι να οδηγήσετε ως την κυρίως πύλη του φρουρίου, αλλά… χάνοντας την εμπειρία.
Το Παλαμήδι στέκεται σε ένα λόφο δίπλα στη πόλη, ύψους 216 μέτρων. Ο Παλαμήδης, σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο γιός του Ναύπλιου, ιδρυτή της πόλης. Θεωρείται ότι τα πρώτα οχυρωματικά έργα στο λόφο έγιναν από τον βυζαντινό άρχοντα, Λέοντα Σγουρό, αλλά το οχύρωμα που βλέπουμε σήμερα είναι έργο των Ενετών, μεταξύ των ετών 1711-1714, σε σχέδια των μηχανικών Giaxich και Lasalle. Στο Παλαμήδι μπορεί κάποιος να βρει όλα τα χαρακτηριστικά της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα. Όταν η πυρίτιδα άρχισε να χρησιμοποιείται στις μάχες, οι βασικές αρχές της οχυρωτικής άλλαξαν. Τα τείχη χτίζονταν χαμηλότερα, παχύτερα και πιο συμπαγή, με κεκλιμένες εξωτερικές επιφάνειες (σκαρπωτές), έτσι ώστε να μπορούν να ανταπεξέλθουν, αποτελεσματικά, ενάντια στις βολές του πυροβολικού. Αυτόν ακριβώς τον τύπο ακολουθεί και το Παλαμήδι. Αποτελείται από ένα κυρίως οχύρωμα, περιτριγυρισμένο από προμαχώνες. Ιδιαίτερα σημαντικό για την αμυντική του λειτουργία είναι το στοιχείο ότι οι προμαχώνες αυτοί μπορούν να συνεργαστούν μεταξύ τους, αλλά και να λειτουργήσουν ανεξάρτητα. Έτσι η πολιορκία του φρουρίου, εξορισμού, γινόταν πιο πολύπλοκη, αφού οι επιτιθέμενοι έπρεπε να φροντίσουν ξεχωριστά για την οργάνωση αυτής σε κάθε προμαχώνα, κατακερματίζοντας ουσιαστικά τη δύναμη πυρός τους. Αυτός είναι κυρίως ο λόγος που το Παλαμήδι θεωρήθηκε ένα αριστούργημα της οχυρωτικής αυτής της περιόδου. 




Old city of Nafplion, details.
Παλιά πόλη, λεπτομέρειες.

Τα άλλα δύο οχυρώματα είναι η Ακροναυπλία και ο θαλασσόπυργος Μπούρτζι, τα οποία μπορεί κανείς να επισκεφθεί μέσα από την πόλη.
Η Ακροναυπλία καταλαμβάνει την βραχώδη χερσόνησο στα νότια της Παλιάς πόλης. Ο λόφος είναι 85 μέτρα ψηλός δημιουργώντας στο άνω μέρος του ένα πλάτωμα διαστάσεων 400Χ900 μέτρων. Η χερσόνησος ήταν οχυρωμένη από την αρχαιότητα. Οι αρχικές αυτές οχυρώσεις ενισχύθηκαν από τους βυζαντινούς. Χωρίζεται σε δύο μέρη, το ανατολικό, γνωστό ως το «φράγκικο» και το δυτικό, γνωστό ως το «ρωμαίικο». Όταν οι Ενετοί έγιναν οι άρχοντες της περιοχής, το 1389, συμπλήρωσαν τα τείχη και έχτισαν ένα ακόμα οχύρωμα στα δυτικά και σε επαφή με τα ήδη υπάρχοντα, σε χαμηλότερο όμως επίπεδο, γνωστό ως το κάστρο των Τόρρων. Οι Ενετοί συνέχισαν την ενίσχυση των οχυρώσεων και κατά την Β΄ Ενετοκρατία στην Πελοπόννησο (1686 - 1715), χτίζοντας νέους προμαχώνες, έτσι ώστε τελικά τα τείχη να περικλείουν ολόκληρη την χερσόνησο. Ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα τμήματα σήμερα είναι το δυτικό και συγκεκριμένα ο προμαχώνας των «5 αδελφών», ονομασία που προήλθε από την τοποθέτηση εκεί 5 ισχυρών κανονιών. Δυστυχώς η Ακροναυπλία εδώ και χρόνια στέκεται υποβαθμισμένη, κυρίως λόγω των ξενοδοχείων που επιτράπηκε να χτιστούν εντός των τειχών. Το χειρότερο όμως είναι ότι το ένα από αυτά στέκεται από δεκαετίες εγκαταλειμμένο, αποτελώντας μία ντροπή για την πόλη*. Την Ακροναυπλία μπορεί να την επισκεφθεί κανείς είτε σκαρφαλώνοντας στα ψηλότερα σημεία της πόλης, είτε ακολουθώντας τον ανηφορικό δρόμο έξω από το ανατολικό άκρο της Παλιάς πόλης, κάτω από το Παλαμήδι.






Different style of roof cornices.
Τα γείσα από τις στέγες δημιουργούν μία αξιοπρόσεκτη ποικιλία. 

Ο θαλασσόπυργος Μπούρτζι υψώνεται στη μέση του κόλπου, έμπροσθεν της πόλης, ως ένα αναπόσπαστο στοιχείο της φυσιογνωμίας της Ναυπλίου. Είναι ίσως το σύμβολο της πόλης και της ιστορίας της. Χτίστηκε από τους Ενετούς το 1470, πάνω στο μικρό νησάκι των Αγίων Θεοδώρων. Το Μπούρτζι συνδεόταν με την Ακροναυπλία με μία αλυσίδα, αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό την πρόσβαση στο λιμάνι. Από την άλλη πλευρά ο κόλπος ήταν ελώδης και η προσέγγιση των καραβιών αδύνατη. Λόγω αυτής της πρακτικής των Ενετών, το Ναύπλιο ήταν επίσης γνωστό και ως «Porto Catena». Αποτελείται από υποθαλάσσια οχυρωματικά έργα ώστε να μην μπορούν τα καράβια να το προσεγγίσουν, κεκλιμένα (σκαρπωτά) τείχη, όπως οι επιταγές περί πυρίτιδας επέβαλαν και ένα ψηλό ακρόπυργο, το σημαντικότερο στοιχείο για την άμυνα του κάστρου, αλλά και το τελευταίο καταφύγιο των αμυνομένων σε περίπτωση εισβολής των επιτιθέμενων. Δυστυχώς, ούτε και το Μπούρτζι ξέφυγε από την υποβάθμιση, αφού για χρόνια είχε παραχωρηθεί για να μετατραπεί σε ξενοδοχείο. Σήμερα βρίσκεται σε καλή κατάσταση, αλλά τα ίχνη από την «τουριστική» του χρήση είναι ακόμα ορατά. Ο θαλασσόπυργος είναι επισκέψιμος μέσω σκαφών που αναχωρούν από την προκυμαία εμπρός από την πόλη.


The Catholic church, an Ottoman mosque earlier. Perhaps, it began as the main church of a Franciscan monastery, dated in the 14th Century.
Η καθολική εκκλησία, πρώην οθωμανικό τέμενος. Πιθανώς αρχικά ήταν καθολικό μονή Φραγκισκανών, κατά τον 14ο αιώνα.


Saint George church (1540), converted twice into an Ottoman mosque. 
Ναός Αγίου Γεωργίου (1540), είχε μετατραπεί στο παρελθόν δύο φορές σε τζαμί.


Μπορεί βέβαια τα τείχη, οι επάλξεις, οι προμαχώνες και οι πύργοι να έχουν τη δική τους άγρια ομορφιά, όμως το Ναύπλιο ζει και αναπνέει στους στενούς πεζόδρομους και στις δρομοσκάλες του.
Εισερχόμενοι στην Παλιά πόλη του Ναυπλίου, ο νεοκλασικισμός δείχνει να κυριαρχεί. Όμως μετά από έναν περίπατο στους πεζόδρομους και στις δρομοσκάλες της πόλης, ιδιαίτερα του Ψαρομαχαλά, καθώς και με μία προσεκτικότερη ματιά στα κτήρια, αντιλαμβανόμαστε ότι σώζονται πολλά στοιχεία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα ολόκληρα κτήρια ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Έτσι το Ναύπλιο φαίνεται να στέκεται μεταξύ της νεοκλασικής και παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, συχνά δε πολύ κοντά σε αυτό που ονομάζουμε βαλκανική αρχιτεκτονική, με τουλάχιστον μία πινελιά έμπνευσης από το Ιταλικό - Ενετικό ύφος. Άλλωστε, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι η πόλη ήταν γνωστή ως «Napoli di Romana». Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένας αρχιτεκτονικός πλούτος, ιδιαίτερα αν συνδυάσουμε τις σωζόμενες κατοικίες και μέγαρα με τα σωζόμενα θρησκευτικά κτίσματα, χριστιανικούς ναούς και οθωμανικά τεμένη.


Voulefticon, the Ottoman mosque which housed the first parliament in modern Greece.
Βουλευτικόν, το οθωμανικό τέμενος που στέγασε τη βουλή της  επαναστατημένης Ελλάδας.


The external part of a fireplace.
Το εξωτερικό μέρος τζακιού.

Έτσι μπορούμε να εντοπίσουμε τετράγωνες νεοκλασικές κατόψεις, αλλά και παραδοσιακές ορθογώνιες, με επιχρισμένες ή εμφανείς λιθοδομές. Συχνά οι δύο μορφές τοιχοποιίας συνυπάρχουν, ενώ σε μία τουλάχιστον περίπτωση εντοπίσαμε το πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοποιίας. Επίσης, δεν λείπουν και οι αρχιτεκτονικές προβολές, τα σαχνισιά, ένα από τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά της αστικής βαλκανικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Μάλιστα, κάποια κτίσματα εμφανίζουν δειλές προβολές των άνω επιπέδων, μιμούμενες τις πιο τολμηρές των παλαιότερων, οι οποίες προφανώς συνηθίζονταν τους προηγούμενους αιώνες πριν την απελευθέρωση. Ορισμένα δε, φέρουν εμφανή λιθοδομή στα κατώτερα και επιχρισμένη στο ανώτερο επίπεδο, ακριβώς όπως ο παραδοσιακός τύπος με τα σαχνισιά. Τα γείσα της στέγης των κατοικιών εμφανίζονται σε μεγάλη ποικιλία. Ορισμένα είναι κοιλόκυρτα, κατασκευασμένα από μπαγδατί (ελαφριά κατασκευή με πηχάκια ή καλάμια), ενώ άλλα απλά ξύλινα καλύπτοντας τα ζευκτά της στέγης. Αξίζει να αναζητήσουμε  εκείνα που είναι ζωγραφισμένα με έντονα χρώματα και κάποια με ξυλόγλυπτο διάκοσμο. Οι στέγες είναι κεραμοσκεπείς με ακροκέραμα στις άκρες και ακρωτήρια στις γωνίες. Οι είσοδοι είναι συχνά τοξωτές και διακοσμημένες με ψευδοκίονες και επίκρανα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του οικισμού είναι τα μπαλκόνια που δεσπόζουν πάνω από τους στενούς δρόμους. Θα συναντήσουμε μαρμάρινα με φουρούσια διακοσμημένα με γλυπτό διάκοσμο, αλλά και απλούστερα από μέταλλο και ξύλο με απλές αντηρίδες. Η τοποθέτηση των παραθύρων στις προσόψεις ακολουθεί μία νεοκλασική συμμετρία, αλλά οι επαναλαμβανόμενες σειρές από αυτά, πιθανώς, θυμίζουν παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Επιπροσθέτως, τα παράθυρα είναι μάλλον το σημαντικότερο στοιχείο που φέρνει την εικόνα του Ναυπλίου τόσο κοντά σε ορισμένες Ιταλικές πόλεις. Οι μεγάλες τοξωτές επαναλαμβανόμενες πόρτες στα ισόγεια επίσης είναι ένα στοιχείο από τη νεοκλασική αρχιτεκτονική. Ακόμα, οι δρομοσκάλες που οδηγούν στα ανώτερα επίπεδα της πόλης είναι πολύ ενδιαφέρουσες και ιδιαίτερα εκείνες που είναι κατασκευασμένες από κόκκινο μάρμαρο, υλικό που θα συναντήσουμε και στη διακόσμηση πολλών μνημειακών θυρωμάτων.


In the Psaromachalas neighborhood.
Στη γειτονιά του Ψαρομαχαλά.


Traditional residence with typical elements of this style, like the projected part, the wave-like cornice and the chimneys. 
Παραδοσιακή οικία, με χαρακτηριστικά στοιχεία όπως το σαχνισί, το κυματοειδές γείσο και τις καμινάδες.


Voulefticon, medresses and the walls of Akronafplia.
Το βουλευτικό, ο μεντρεσές και τα τείχη της Ακροναυπλίας.

Υπάρχουν πολλά σημαντικά κτήρια στο Ναύπλιο που ανήκουν είτε στην κοσμική είτε στη θρησκευτική αρχιτεκτονική. Η κεντρική πλατεία αποτελεί ένα μοναδικό σύνολο για την Ελλάδα. Ονομάζεται πλατεία Συντάγματος. Η παλαιότερη ονομασία της ήταν πλατεία του Πλάτανου. Το κτήριο που δεσπόζει της πλατείας είναι η Αποθήκη του Στόλου, το οποίο σήμερα στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο. Κατασκευάστηκε το 1713 από τους Ενετούς και χαρακτηρίζεται από τις μεγάλες διαστάσεις του, την εμφανή αδρή λιθοδομή, τα γλυπτά που κοσμούν αυτή και την τοξοστοιχία του ισογείου. Στα νότια της πλατείας υψώνεται το Βουλευτικό, ένα οθωμανικό τέμενος, γνωστό ως του Αγά Πασά, το οποίο στέγασε την πρώτη βουλή της επαναστατημένης Ελλάδας. Χρονολογείται στο 1730 και αρχικά έφερε τοξωτή στοά στην δυτική όψη. Δίπλα στο Βουλευτικό στέκεται ένα μεγάλο κτήριο με εμφανή λιθοδομή. Πρόκειται για τον Μεντρεσέ, το οθωμανικό ιεροδιδασκαλείο, χρονολογημένο στο τέλος του 18ου αιώνα, αρχές του 19ου αιώνα. Πίσω από τον Μεντρεσέ θα συναντήσουμε ένα μεγάλο κτήριο, το οποίο αποτέλεσε την έδρα του Ενετού Προβλεπτή της Πελοποννήσου κατά την Β΄ Ενετοκρατία, Alessadro Bon, καθώς και αργότερα την έδρα του Οθωμανού διοικητή της πόλης, Αγά Πασά Δελβινιώτη. Πρόκειται για κτήριο ορθογώνιας κάτοψης, τριών επιπέδων, χρονολογημένο στην Β΄ Ενετοκρατία (1686-1715). Αναζητήστε τις καμινάδες του, προφανώς οι πιο όμορφες της πόλης. Το μέγαρο στέγασε, επίσης, την έδρα της κυβέρνησης κατά την επανάσταση.
Απέναντι από την Αποθήκη του Στόλου στην πλατεία θα συναντήσουμε το Παλιό Τζαμί που χρονολογείται στην Α΄ Τουρκοκρατία. Σταθείτε στο κέντρο της πλατείας και φωτογραφίστε το τζαμί με το Παλαμήδι στο βάθος να στεφανώνει το τέμενος, συγκεντρώνοντας ένα μεγάλο τμήμα της ιστορίας της πόλης μέσα σε ένα καρέ. Αναζητήστε το κτήριο που στεγάζει το ξενοδοχείο «Grand Sarai» ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον αρχιτεκτονικά κτίσμα της Β΄ Ενετοκρατίας, το αρχοντικό Άρμανσμπεργκ, μέλους της Αντιβασιλείας, της ίδιας περιόδου, τα αρχοντικά του Υψηλάντη και της Μαντώ Μαυρογένους, το ένα απέναντι στο άλλο, καθώς επίσης και το κτήριο που στεγάζει το ξενοδοχείο «Ilion». Το τελευταίο αποτελεί ένα αυθεντικό δείγμα της αστικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στα Βαλκάνια και χρονολογείται στο 1620. Φυσικά τα παραπάνω κτήρια και αρχοντικά δεν είναι τα μόνα ενδιαφέροντα στην πόλη. Υπάρχουν πολλά ακόμα τα οποία μπορείτε να ανακαλύψετε κατά τη διάρκεια του περιπάτου σας.


View from the roof of the mansion that housed the governors' seat of the city.
Άποψη από τη στέγη του μέγαρου που στέγασε όλους τους άρχοντες της πόλης από τη Β΄ Ενετοκρατία.


Traditional residence with double sachnisi.
Παραδοσιακή οικία με διπλό σαχνισί.

Επίσης, αξίζει μία επίσκεψη στους ναούς της Παναγίας πίσω από την Αποθήκη του Στόλου, μία τρίκλιτη βασιλική του 1700, στον Άγιο Σπυρίδωνα (1702), το μέρος που δολοφονήθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας το 1831, στον Άγιο Γεώργιο, ναός του 1540 που μετατράπηκε δύο φορές σε τζαμί και στην καθολική εκκλησία, οθωμανικό τέμενος κατά την Τουρκοκρατία, αλλά πιθανώς αρχικά καθολικό μονής Φραγκισκανών του 14ου αιώνα.


Street-stair, made by red marble.
Δρομοσκάλα, κατασκευασμένη από κόκκινο μάρμαρο.

Ναύπλιο λοιπόν, με φρούρια, αρχοντικά και μέγαρα, κατοικίες, ναούς και τεμένη, να υπογραμμίζουν με την παρουσία τους την μακρά ιστορία της πόλης. Ακριβώς λόγω αυτής της μακράς ιστορίας, η συμβουλή μας είναι να μην προσπαθήσετε να τα επισκεφθείτε όλα σε μία ημέρα. Άλλωστε, πρέπει να μείνει χρόνος για τον καφέ μας και το γεύμα μας στην πλατεία ή σε έναν από τους υπέροχους και γεμάτους ζωή πεζόδρομους. Τόσοι αιώνες ιστορίας, προφανώς δεν μπορούν να χωρέσουν σε μία μόνο ημέρα.

*Πρόκειται βέβαια για το Ξενία, μία ακόμα ιδιαίτερα θλιβερή ιστορία του ελληνικού τουρισμού. Τα άθλιας αισθητικής Ξενία κατέλαβαν τουριστικά σημεία ιδιαίτερης ομορφιάς, χωρίς καμία μέριμνα για τα μνημεία και τους τόπους που η παρουσία τους υποβάθμιζε, για να μείνουν άδεια κουφάρια μερικά χρόνια αργότερα, κληροδοτώντας μας με τόνους αδέσποτου τσιμέντου και απαράδεκτες εικόνες, αποτελώντας ντροπή για κάθε μέρος που υψώνονται ακόμα, όπως στην Ακροναυπλία. Εντάσσονταν και αυτά στον «κεντρικό κρατικό σχεδιασμό για τον τουρισμό» του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, δηλαδή σε ένα ακόμα Ελληνικό κρατικό ανέκδοτο!