Friday, November 15, 2019

Πήλιο, ένας χειμερινός προορισμός για όλες τις εποχές


κείμενο - φωτογραφίες: Μπάμπης Παυλόπουλος, iconstravel photography
γλώσσα: Ελληνικά



Η πρώτη επίσκεψή μας στο Πήλιο ήταν πριν από πολλά χρόνια. Ήταν τα χρόνια που η φήμη του άρχισε και φούντωνε, αλλά ελάχιστοι βέβαια ήξεραν περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Απλά ήταν ένας «in» προορισμός. Άλλωστε, διέθετε χιονοδρομικό κέντρο, καθώς όλοι σε αυτή τη χώρα μεγαλώσαμε με τα μπατόν στο χέρι και πάνω σε χιονοπέδιλα. Ναι, ήταν η αρχή εκείνης της εποχής που Παρασκευή απόγευμα και Κυριακή βράδυ τα αυτοκίνητα στην Εθνική Οδό με τα χιονοπέδιλα στη σχάρα ήταν σαφώς περισσότερα από εκείνα που δεν είχαν. «Καλά, χωρίς χιονοπέδιλα που είχατε πάει» ήταν το ύφος των επιβαινόντων σε αυτά ή στην καλύτερη περίπτωση «ελπίζουμε να βλέπετε ότι είχαμε πάει για σκί»! Εννοείται ότι δεν ήταν λίγοι και εκείνοι που είχαν βρει ένα νέο σπόρ, το οποίο πραγματικά τους γέμιζε και δεν έβλεπαν την ώρα να ξημερώσει Σάββατο, ώστε να βρεθούν όσο πιο νωρίς γινόταν στη χιονοπίστα, χωρίς βέβαια να ξεχνάμε και όσους ήδη ασχολούνταν με το σπορ από χρόνια. Α, ήταν και η εποχή που δεν είχαμε «Σουβ» (SUV) οχήματα, ούτε καν αλυσίδες στο χώρο αποσκευών και όταν ή διαδρομή προς τα χιονοδρομικά κέντρα είχε πάγο ή άρχιζε να χιονίζει και ο καιρός έκλεινε... καλύτερα να ήσουν μακριά. Αλλά πολύ μακριά!


Μακρυνίτσα, η πλατεία και ο ναός του Αγίου Ιωάννη (1806)

Επίσης ήταν ο καιρός που ήταν πολύ «in» να διανυκτερεύσεις σε παραδοσιακό ξενώνα. Βέβαια ήταν επίσης και η εποχή που οι παραδοσιακοί ξενώνες ήταν παραδοσιακοί ξενώνες και το Πήλιο ήταν γεμάτο από τέτοιους. Ε, τα επόμενα χρόνια θέλαμε και τζακούζι, εκτός όλων των άλλων, κάτι που οι παραδοσιακοί ξενώνες δεν διέθεταν, όπως βέβαια και όλα τα υπόλοιπα.


Πορταριά, δύο από τα σωζόμενα αιγυπτιώτικα αρχοντικά. 

Πιθανώς όμως αυτοί οι παραδοσιακοί ξενώνες ήταν το κλειδί στο Πήλιο. Πιθανώς μάλιστα ήταν μία από τις ελάχιστες φορές που το κράτος κατάφερε να λειτουργήσει όπως αρμόζει σε μία σύγχρονη πολιτεία. Πήγε που λέτε αυτό το κράτος στο Πήλιο στα μέσα της δεκαετίας του 70 και κατέγραψε όλα τα παλαιά αρχοντικά που σάπιζαν ως αποθήκες για μήλα. Μετά έστρωσε τον…, ξέρετε ποιόν, κάτω και εκπόνησε ένα σχέδιο διάσωσης της μοναδικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς που υπήρχε εκεί. Αποκατέστησε υποδειγματικά τα αρχοντικά και όχι μόνο, τα κράτησε για είκοσι περίπου χρόνια, τα δούλεψε ως ξενώνες μέσω ΕΟΤ για να πάρει τα χρήματα πίσω ή τουλάχιστον ένα μέρος και μετά τα απέδωσε πίσω στους ιδιοκτήτες τους για να συνεχίσουν όπως εκείνοι ήθελαν. Μπορούσαν να τα κρατήσουν ως ξενώνες, ως κατοικίες ή να τα πουλήσουν, αλλά δεν μπορούσαν να ξεκρεμάσουν ούτε ένα κάδρο χωρίς την άδεια της αρμόδιας υπηρεσίας, καθώς είχαν χαρακτηριστεί νεότερα μνημεία. Έτσι το Πήλιο κατάφερε σήμερα να διασώζει πιθανώς τα μεγαλύτερα σύνολα αστικής βαλκανικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στη χώρα μας.


Απόγευμα στα κλαντερίμια της Μακρυνίτσας

Τα χρόνια λοιπόν πέρασαν, το χιονοδρομικό κέντρο και τα αρχοντικά γέμισαν κόσμο, τα Σαββατοκύριακα ήταν δύσκολο ακόμα και να οδηγήσεις στο δρόμο από Βόλο ως Πορταριά, μην πούμε καλύτερα τι γινόταν σε εκείνο το έρμο πάρκινγκ της Μακρυνίτσας και το χρήμα άρχισε να ρέει άφθονο. Όμως, σε κάποιους δεν έφθανε. Έτσι οι τιμές πήραν γρήγορα την ανηφόρα, χάθηκαν στην ομίχλη που συχνά έχει στις Αγριόλευκες (η κορυφή του χιονοδρομικού) και μετά από ένα σημείο δεν ήξεραν τι ζητούσαν. Μπροστά μας, ιδιοκτήτρια ενός μικρού αρχοντικού στη Μακρυνίτσα ζήτησε για τριήμερο, νομίζω Καθαρά Δευτέρα, 52.000 δραχμές τη βραδιά, για όποιον θυμάται τι αξία είχαν τα χιλιάρικα. Η αλήθεια είναι ότι τα πήραν για λίγο καιρό ακόμα. Και μετά ήρθαν οι μέλισσες. Στις πολύ ακριβές τιμές των καταλυμάτων προστέθηκαν εκείνες των προϊόντων που πουλούσαν και βέβαια των υπόλοιπων υπηρεσιών, όπως βέβαια και το γεγονός ότι το Πήλιο ποτέ δεν φημιζόταν για το καλό του φαγητό. Άλλωστε μπορεί να ήταν και η χειρότερη εποχή για τις ταβέρνες στους χειμερινούς προορισμούς. Από την άλλη πλευρά, νέοι προορισμοί άνοιξαν και η πίττα άρχισε να μοιράζεται, ενώ η οικονομική κρίση που μας έφεραν για τους δικούς τους λόγους μερικά κοπρόσκυλα, εγχώρια, ευρωπαϊκά και διεθνή, την οποία εμείς ανεχθήκαμε, μας θύμισε ότι το σκί δεν είναι και ιδιαίτερα σημαντικό στη ζωή μας, μία χαρά θα ζήσουμε και χωρίς αυτό. Το κακό βέβαια, χωρίς να είναι το μόνο, ήταν ότι μαζί με τα ξερά κάηκαν και τα χλωρά, όπως συμβαίνει πάντα, άλλωστε.
Κάπου εκεί και κάπως έτσι άρχισε η φθίνουσα πορεία για το Πήλιο. Ο τόπος όμως δεν έχασε την ομορφιά του. Μπορεί να έχασε μεγάλο μέρος των επισκεπτών, μπορεί ορισμένα από τα αποκατεστημένα αρχοντικά να ερείπωσαν πάλι, αλλά παραμένει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μέρη που μπορεί κανείς να επισκεφθεί στην Ελλάδα. Άλλωστε, οι τιμές είναι λογικές πιά στα περισσότερα καταλύματα και το φαγητό έχει πραγματικά αναβαθμιστεί, αφού νέοι άνθρωποι εισήλθαν στο χώρο.



Τα φθινοπωρινά απογεύματα είναι μαγευτικά στη Μακρυνίτσα



Μακρυνίτσα, ο οικισμός έχει θέα στον Παγασητικό κόλπο και στη πόλη του Βόλου


Το όρος Πήλιο (γιατί για ένα βουνό μιλάμε) καταλαμβάνει το μπράτσο της Μαγνησίας, δημιουργώντας την πιο όμορφη αγκαλιά για την πόλη του Βόλου. Μάλιστα ορισμένα χωριά διακρίνονται και από την Εθνική Οδό, πηγαίνοντας για Θεσσαλονίκη. Τα τελευταία χρόνια για να ανέβεις στο βουνό δεν χρειάζεται να περάσεις μέσα από το Βόλο, αφού έχει κατασκευαστεί νέος δρόμος, κάτι σαν περιφερειακός για την πόλη, ο οποίος δίνει εύκολη πρόσβαση. Κύρια είσοδος από την Εθνική Οδό είναι το Βελεστίνο πιά.

Ανεβαίνοντας στο Πήλιο από τον Βόλο το πρώτο χωριό που θα συναντήσει κάποιος είναι η Πορταριά, το λέει και το όνομά της, αν και αυτό προέρχεται από την Παναγία την Πορταρέα, ναΰδριο του 16ου αιώνα. Βέβαια αν έχετε μέσα σας το μικρόβιο της εξερεύνησης ψάξτε πριν την Πορταριά την πινακίδα που δείχνει αριστερά προς Ανακασιά. Εκτός από το μουσείο του Θεόφιλου, δηλαδή το αρχοντικό Χατζηαναστάση ή οικία Κοντού, η ζωγραφική διακόσμηση του οποίου έγινε από τον μεγάλο λαϊκό ζωγράφο το 1912, θα ανακαλύψετε και μερικές παραδοσιακές οικίες και κάποιες γραφικές γωνίες.


Πιθανώς το Φθινόπωρο είναι η καλύτερη εποχή να επισκεφθεί κανείς το Πήλιο

Η Πορταριά είναι ένα μεγάλος οικισμός και κάτι σαν κέντρο της περιοχής. Δυστυχώς δεν διασώζει τον αρχιτεκτονικό της πλούτο, καθώς χτυπήθηκε άσχημα από το σεισμό του 1955, αν και είχαν φροντίσει νωρίτερα οι Γερμανοί για αυτό, όταν έκαψαν το χωριό. Σώζονται λίγα από τα παλιά αρχοντικά, αλλά καταφέρνει να διατηρεί μία αξιοπρέπεια. Πολλά από τα νεότερα κτήρια που χτίστηκαν ακολούθησαν με έναν τρόπο τη μορφή των παλαιότερων, έτσι ο οικισμός δίνει μέχρι ένα σημείο την εντύπωση του συνόλου, έστω και ψεύτικου. Ο δρόμος περνάει μέσα από τον οικισμό έτσι το δίκτυο με τα καλντερίμια έχει καταστραφεί σε μεγάλο ποσοστό. Όμως είναι ένα ευχάριστο μέρος που δεν προσβάλει τον επισκέπτη. Υπάρχουν πολλοί ξενώνες, οι περισσότεροι καλαίσθητοι, ορισμένοι μάλιστα στεγάζονται σε παλιά αρχοντικά, αρκετές ταβέρνες για όλα τα γούστα, καθώς και μερικά καφέ. Πάνω στον κεντρικό δρόμο ο επισκέπτης θα βρει καταστήματα με σουβενίρ και τοπικά προϊόντα, όπως βότανα, γλυκά του κουταλιού και μήλα όταν είναι η εποχή τους. Επίσης μπορεί κάποιος να επισκεφθεί το ιστορικό και λαογραφικό μουσείο που στεγάζεται σε ένα Αιγυπτιώτικου τύπου αρχοντικό, μόλις στρίψεις για Μακρυνίτσα.


Το αρχοντικό Βατσαρέα  στη Μακρυνίτσα στεγάζει ένα καλαίσθητο καφέ


Καλντερίμι στη Μακρυνίτσα

Ο δρόμος που διασχίζει την Πορταριά συνεχίζει για το χιονοδρομικό κέντρο. Στο μέσο περίπου του οικισμού, στα αριστερά φεύγει ο δρόμος για την Μακρυνίτσα, προφανώς ένα από τα πιο όμορφα χωριά της Ελλάδας. Η απόσταση είναι πολύ μικρή. Μόλις μετά από περίπου τρία χλμ συναντάμε έναν ανοιχτό χώρο με πλατάνια, το πάρκινγκ του οικισμού, καθώς εσωτερικά αυτού δεν κινούνται αυτοκίνητα. Όταν υπάρχει πολύ κόσμος, π.χ. Σάββατο ή Κυριακή πρωί που ανεβαίνουν τα πούλμαν από τα τουριστικά γραφεία, ο συνωστισμός είναι μεγάλος, το πάρκινγκ πρόβλημα και ακόμα και να στρίψεις για να φύγεις καμιά φορά δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται, αν και ο κόσμος συγκριτικά με παλαιότερες εποχές είναι πολύ λιγότερος. Η Μακρυνίτσα έχει χαρακτηριστεί «παραδοσιακός οικισμός Α΄ ζώνης» λόγω του αρχιτεκτονικού πλούτου που διασώζει. Πλούτος που αποτελείται από παλιά αρχοντικά, αυθεντικό πολεοδομικό ιστό με καλντερίμια, πλατείες που συναγωνίζονται τα καλύτερα θεατρικά σκηνικά -καλά αυτό είναι ή ήταν χαρακτηριστικό για όλα τα χωριά του Πηλίου- καθώς και μικρότερες παραδοσιακές οικίες. Περπατήστε στο κεντρικό καλντερίμι με θέα προς τον Παγασητικό κόλπο και την πόλη του Βόλου -εμάς δεν μας αρέσει, αλλά όλοι λένε ότι είναι θαυμάσια- κάντε μία στάση στην κεντρική πλατεία με την βρύση με τα υπέροχα λιθανάγλυφα και το ναό του Αγίου Ιωάννη (1806) και ήδη έχετε την εικόνα του οικισμού. Αν τώρα θέλετε κάτι παραπάνω, από το κεντρικό καλντερίμι στρίψτε δεξιά και αναζητήστε την πλατεία της Παναγίας με την ξεχωριστή είσοδο κάτω από το σπίτι του Δεσπότη, η οποία θυμίζει μοναστήρι και βέβαια… θεατρικό σκηνικό. Μετά την κεντρική πλατεία συνεχίστε ως το αρχοντικό Βατσαρέα, τώρα art café, και το εγκαταλειμμένο αρχοντικό Μουσλή, ενώ αν σας αρέσει το περπάτημα πάρτε από την πλατεία το κατηφορικό καλντερίμι που θα σας οδηγήσει στην χαμηλότερη συνοικία του οικισμού, την Κουκουράβα. Η Κουκουράβα βέβαια βρίσκεται μάλλον πιο κοντά στο Βόλο παρά στην κεντρική πλατεία. Τι, τυχαία τη λένε Μακρυνίτσα νομίζετε; Το καλντερίμι αυτό διασχίζει ολόκληρο τον οικισμό εμφανίζοντας υψομετρική διαφορά κάποιων εκατοντάδων μέτρων. Άρα, εκτός από την απόσταση, μεγάλη είναι και η ανηφόρα γυρίζοντας, αλλά είναι πολύ όμορφο, καθώς συνδυάζει πεζοπορία και αρχιτεκτονική, κάτι σπάνιο. Οι ξενώνες στην Μακρυνίτσα δεν είναι τόσοι πολλοί, εκτός βέβαια του γεγονότος ότι το κουβάλημα των αποσκευών είναι κάτι που πρέπει να σκεφτεί κάποιος πριν κάνει την κράτηση. Υπάρχουν ταβέρνες, μέρη για να απολαύσεις ένα καφέ στο ηλιοβασίλεμα και καταστήματα με σουβενίρ.
Στη Μακρυνίτσα υπάρχουν δύο μουσεία, το βυζαντινό που στεγάζεται σε ένα από τα λίγα σύγχρονα και άσχημα κτήρια του οικισμού σχεδόν πάνω στην πλατεία και το μουσείο λαϊκής τέχνης που στεγάζεται στο υπέροχο αρχοντικό Τοπάλη, κάτω από την πλατεία. Αν πάτε στο δεύτερο, ψάξτε για τον εξέχον αμυντικό πυργίσκο με τις πολεμίστρες, στο ύψος της ανώτερης στάθμης του αρχοντικού. Αποτελεί μία ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια.


Ανεβαίνοντας για Χάνια

Επιστροφή στην Πορταριά και οδηγούμε στο δρόμο προς Χάνια. Η διαδρομή κινείται στην πλαγιά του βουνού με θέα στον Παγασητικό κόλπο. Τα Χάνια είναι μία τοποθεσία με μερικά καταλύματα κεντροευρωπαϊκού τύπου, οκ θα ήθελαν να είναι τέτοια και αρκετές ταβέρνες. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι είναι άσχημα, αλλά κατά την ταπεινή μας άποψη θα έπρεπε τα πάντα εκεί να είναι μερικές χιλιάδες φορές πιο όμορφα και περιποιημένα. Λίγο μετά βρίσκεται το χιονοδρομικό κέντρο. Το «σαλέ», αχ και να ξέραμε τι ονομάζεται  «σαλέ» που το προφέρουμε με τέτοιο στόμφο, είναι συνήθως ανοιχτό τα ΣΚ και εκτός χειμερινής περιόδου. Η θέα είναι πραγματικά εντυπωσιακή από τη θέση αυτή. Επίσης εντυπωσιακό είναι ότι στο Πήλιο μπορεί να κάνεις σκι και στα πόδια σου να είναι η θάλασσα, τόσο πολύ όμως που να πιστέψεις ότι αν φύγεις για κάποιο λόγο από την πίστα, θα βρεθείς… στη θάλασσα!


Η διαδρομή για Αγριόλευκες, η κορυφή του χιονοδρομικού κέντρου

Η γύρω περιοχή βέβαια είναι πανέμορφη. Η φύση στην κυριολεξία οργιάζει, εμφανίζοντας διαφορετική εικόνα κάθε εποχή. Το χειμώνα χιονισμένα όλα, το φθινόπωρο όλα τα χρώματα της φύσης, την άνοιξη όλα πράσινα και τις καλοκαιρινές βραδιές ...χειμώνας.
Στο σημείο αυτό ο δρόμος κατηφορίζει προς την πλευρά που το βουνό βλέπει στο Αιγαίο. Υπάρχουν δύο δρόμοι, ένας προς Ζαγορά και ένας προς Κισσό. Ο δεύτερος είναι κλειστός το χειμώνα καθώς αποτελεί μέρος μίας από τις πίστες του χιονοδρομικού. Πραγματικά, μπορεί και να είναι παγκόσμια πρωτοτυπία ή τουλάχιστον δεν το έχουμε ξανασυναντήσει. Το βουνό παραμένει όμορφο σε ολόκληρη τη διαδρομή προς τη θάλασσα, νερά τρέχουν παντού από το Φθινόπωρο και μετά, ενώ η βλάστηση σε μερικά σημεία είναι αδιαπέραστη ακόμα και από τις ακτίνες του ήλιου. Όταν βέβαια αυτός φαίνεται, καθώς το Πήλιο έχει συχνά ομίχλη, προφανώς από την υγρασία του Αιγαίου. Άλλωστε το Αιγαίο είναι και ο λόγος που όταν ένα κύμα κακοκαιρίας έρχεται από τα βορειοανατολικά, χτυπά το βουνό άσχημα, αφού ενισχύεται πάνω από το αρχιπέλαγος και είναι το Πήλιο είναι το πρώτο εμπόδιο που συναντά.




Από το Φθινόπωρο και μετά τρέχουν παντού νερά μέσα σε μαγευτικά τοπία

Μετά από αρκετά χιλιόμετρα και πολλές στροφές γραφικής διαδρομής συναντάμε την διασταύρωση για Ζαγορά, αφού έχουμε πάρει το δρόμο που είναι ανοιχτός χειμώνα καλοκαίρι. Πάντως μην χάσετε αν είναι δυνατόν και τον άλλο δρόμο. Η διαδρομή είναι πραγματικά μοναδική.
Η Ζαγορά είναι ένα μεγάλο μέρος. Ο οικισμός αποτελείται από τέσσερις γειτονιές που θα συναντήσουμε διαδοχικά. Δυστυχώς οι τσιμεντοκατασκευές είναι πολλές χωρίς να διασώζει κάποιον αρχιτεκτονικό πλούτο και αν δεν σταματήσεις για να περπατήσεις μπορεί και να πιστέψεις ότι είναι ένα αδιάφορο μέρος. Όμως, δεν είναι. Υπάρχουν όμορφες πηλιορείτικου τύπου πλατείες και καλντερίμια για να κάνεις έναν ωραίο περίπατο, καθώς και ξενώνες. Μπορείτε να αναζητήσετε την πλατεία του Αγίου Γεωργίου στην ομώνυμη συνοικία και πιο πέρα το σχολείο του Ρήγα Φεραίου, του Άνθιμου Γαζή και του Γρηγόριου Κωνσταντά ή Ελληνομουσείο όπως είναι γνωστό, ένα μικρό οχυρό συγκρότημα πηλιορείτικής αρχιτεκτονικής των αρχών του 18ου αιώνα, πιθανώς.



Ζαγορά, στη συνοικία του Αγίου Γεωργίου

Επιστροφή στη διασταύρωση και συνεχίζουμε για Τσαγκαράδα. Η Τσαγκαράδα δεν είναι ακριβώς χωριό, είναι περισσότερο αυτό που ονομάζουμε… σκορποχώρι. Ο οικισμός είναι οργανωμένος σε γειτονιές χτισμένες απλωτά, έτσι σε συνδυασμό με την οργιώδη βλάστηση είναι δύσκολο να εντοπίσεις την οργάνωση αυτή. Αλλά είναι ένα πραγματικά ευχάριστο μέρος. Τόσο κάτω από τη Ζαγορά, όσο και από τη Τσαγκαράδα υπάρχουν παραλίες και θερινά θέρετρα. Βγαίνοντας από τον οικισμό επισκεπτόμαστε το πέτρινο γεφύρι με το οξύκορφο τόξο, πέντε λεπτά περπάτημα σε κατηφορικό μονοπάτι, το οποίο βέβαια μετά είναι ανηφορικό, ενώ μετά τη βροχή ή την υγρασία γλιστράει από τα φύλλα πάνω στις πέτρες του καλντεριμιού, και συνεχίζουμε τον περιμετρικό δρόμο του βουνού προς Μηλιές.
Η διαδρομή δεν χάνει την γραφικότητά της καθώς κινείται σε καθαρά ορεινό τοπίο, παρά το γεγονός ότι η θάλασσα είναι τόσο κοντά, πριν βέβαια χωθεί στο εσωτερικό του βουνού, αφού οι Μηλιές βλέπουν και πάλι τον Παγασητικό κόλπο.


Το γεφύρι της Τσαγκαράδας με το οξύκορφο τόξο

Στις Μηλιές αξίζει να επισκεφτείτε τον παλιό σταθμό του τραίνου. Είναι ο επόμενος δρόμος από την κύρια διασταύρωση που οδηγεί στο εσωτερικό του οικισμού. Πρόκειται για τη γραμμή που ένωνε το χωριό και την γύρω περιοχή με τον Βόλο. Σήμερα βέβαια αποτελεί απλώς μία γραφική νότα και λειτουργεί ως αξιοθέατο.  Ωραίο τοπίο και αν πετύχετε και το τραίνο εκεί ακόμα καλύτερα. Η γραμμή λειτουργεί τους θερινούς μήνες και η διαδρομή σταματά στα Λεχώνια. Πίσω στη διαδρομή μας και ο δρόμος περνά μέσα από τις Μηλιές και συγκεκριμένα πίσω από την μεγάλη εκκλησία στην πλατεία του χωριού. Δεν είναι άσχημο μέρος, μπορεί κανείς να βρει ταβέρνες, μαγαζιά με σουβενίρ και καφέ, αλλά αυτή η «στενωσά» μας κάνει να θέλουμε να φύγουμε γρήγορα προς την Βυζίτσα και τις Πινακάτες.


Το αρχοντικό Κόντου (1792) στη Βυζίτσα, στεγάζει έναν από τους παραδοσιακούς ξενώνες του οικισμού


Βυζίτσα, από τα πιο όμορφα χωριά της Ελλάδας

Κατά τη γνώμη μας η Βυζίτσα είναι το πιο αρχοντικό χωρίο του Πηλίου. Είναι γενικά πιο ήσυχη από τη Μακρυνίτσα, ενώ επίσης διασώζει έναν τεράστιο πλούτο από την αρχιτεκτονική της κληρονομιά. Περπατήστε ως την κλασική πηλιορείτικη πλατεία με τα πλατάνια, και τις βρύσες και μετά απλά περιπλανηθείτε στα χορταριασμένα καλντερίμια κάτω από τα αρχοντικά των τελών του 18ου αιώνα. Την ώρα του ηλιοβασιλέματος βάλτε στο κάδρο σας το σαχνισί από ένα αρχοντικό και γεμίστε το υπόλοιπο καρέ με τα απίθανα χρώματα του ουρανού. Στη Βυζίτσα υπάρχουν ταβέρνες και παραδοσιακοί ξενώνες που στεγάζονται στα αρχοντικά. Δυστυχώς και εδώ υπάρχει εγκατάλειψη, αφού ορισμένα από τα κτήρια που είχαν αποκατασταθεί, σήμερα αρχίζουν να ερειπώνονται. Αλλά ευτυχώς το μεγαλύτερο ποσοστό ακόμα κρατάει.


Η Βυζίτσα είναι γεμάτη παλιά αρχοντικά



Αρχοντικό Καραγιαννοπούλου (1791) στη Βυζίτσα

Το τέλος της διαδρομής για εμάς είναι πάντα οι Πινακάτες. Οι Πινακάτες είναι ένας ακόμα μοναδικός πηλιορείτικος οικισμός, όσο η Μακρυνίτσα και η Βυζίτσα. Διαθέτουν μία από τις πιο όμορφες πλατείες στην περιοχή, πολλά αρχοντικά και ένα διατηρημένο ιστό από καλντερίμια, στα οποία μπορεί κανείς να περπατά ευχάριστα για ώρα.  Ξενώνες υπάρχουν και στις Πινακάτες, αν και για κάποιους μαθαίνουμε ότι ανοίγουν και κλείνουν. Τώρα για ταβέρνες θα σας γελάσω, την τελευταία φορά δεν φθάσαμε εκεί. Στην πλατεία πάντως έχουμε κάνει μερικά από τα καλύτερα φαγητά στο Πήλιο και μάλιστα στις εποχές που αναφερθήκαμε στην αρχή του παρόντος.




Πινακάτες

Φυσικά το Πήλιο δεν είναι μόνο αυτά. Υπάρχουν πολύ περισσότερα πράγματα να ανακαλύψει κανείς. Απλά η προτεινόμενη διαδρομή περνά μέσα από τα πιο αντιπροσωπευτικά σημεία και χωριά της περιοχής. Φυσικά είναι αρκετά μεγάλη για να πραγματοποιηθεί μέσα σε μία ημέρα, άρα καλό θα ήταν να κοπεί τουλάχιστον στα δύο με οποίο τρόπο πιστεύει ο καθένας ότι βολεύεται.
Κατά τη γνώμη μας η καλύτερη εποχή να επισκεφθείς το Πήλιο, αν δεν θέλεις προβλήματα με το χιόνι, τα οποία αν δεν είναι κανείς συνηθισμένος μπορεί να γίνουν θεόρατα, είναι το τέλος του Φθινοπώρου. Λόγω των φυλλοβόλων δέντρων που καλύπτουν το βουνό, πλατάνια, οξιές και καστανιές τα χρώματα είναι απίστευτα, περιλαμβάνοντας ολόκληρη την παλέτα της φύσης. Επίσης, όταν τα καλντερίμια και οι δρόμοι στρώνονται με τα φύλλα που έχουν πέσει, τότε η μαγεία ολοκληρώνεται, όσο και να είναι επικίνδυνος ο συνδυασμός για να γλιστρήσεις. Από την άλλη ο φωτισμός είναι τόσο γλυκός ιδιαίτερα το απόγευμα, ενώ με λίγα σύννεφα στον ουρανό το ηλιοβασίλεμα είναι από τα καλύτερα. Φυσικά τα χιονισμένα τοπία του χειμώνα στις Αγριόλευκες έχουν τη δική τους ομορφιά, ειδικά αν σκεφθεί κανείς ότι κρέμονται πάνω από τη θάλασσα. 


Το πυργόσπιτο Κωνσταντινίδη στη Μακρυνίτσα. Θα το συναντήσουμε κατηφορίζοντας για Κουκουράβα


Πινακάτες, το αρχοντικό Ξηραδάκη

Για διαμονή θα προτείναμε την Πορταριά. Ειδικά αν πρόκειται να φθάσει κανείς στην περιοχή την Παρασκευή το βράδυ. Ο οικισμός έχει την ευκολότερη πρόσβαση, τις περισσότερες ευκολίες, ακόμα και φαρμακείο, διαθέτει τους περισσότερους ξενώνες, ενώ κατά κάποιο τρόπο είναι στη μέση.

Τέλος, ελάχιστες φορές προτείνουμε ξενώνες και ειδικά ταβέρνες για τα μέρη που επισκεπτόμαστε. Όμως αυτή τη φορά θα το κάνουμε έστω και ως απλή αναφορά.
Παραδοσιακός ξενώνας Althaia Mansion Hotel, Πορταριά.
Παραδοσιακός ξενώνας Αρχοντικό Καραγιαννοπούλου, Βυζίτσα.
Ταβέρνα Γαλήνη, Πορταριά
Οινομαγειρείο Το Κάρδαμο, Μακρυνίτσα
Ταβέρνα Το Μπαλκονάκι, Βυζίτσα



Να αφήνεις τη Βυζίτσα με την εικόνα αυτή, Κυριακή απόγευμα

Αν πάλι κάποιος θα ήθελε περισσότερες πληροφορίες για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική στο Πήλιο, μπορεί να ψάξει στο παρόν την παλαιότερη δημοσίευση «Mt Pelion, one of the most complete surviving complex-sets  of the Urban Balkan Traditional Architecture»
https://iconstravel.blogspot.com/2019/04/mt-pelion-one-of-most-complete.html