Thursday, November 5, 2020

Από το Μέτσοβο ως τη Βάλια Κάλντα - The town of Metsovo and the National Forest of Pindos

 κείμενα - φωτογραφίεςtext - images: Babis Pavlopoulos, iconstravel photography                                                      γλώσσα, languages : Ελληνικά, English                


Η σχέση μας με το Μέτσοβο άρχισε λόγω μίας παρεξήγησης. Λίγο πριν αρχίσουμε να ταξιδεύουμε φανατικά και συνεχώς, έπεσε στα χέρια μας ένα μικρό φυλλάδιο-ένθετο σε νεανικό περιοδικό της εποχής, το οποίο αναφερόταν σε χειμερινούς προορισμούς στην Ελλάδα. Κάπου μέσα στις λίγες σελίδες του υπήρχε και το Μέτσοβο ως τέτοιο, παραθέτοντας μάλιστα και φωτογραφίες του ορεινού οικισμού. Στο μεταξύ είτε τη Βομβάη, που λέει ο λόγος, μας έδειχναν τότε σε φωτογραφία είτε το Μέτσοβο μπορεί να μας έκανε και το ίδιο. Στο κάτω-κάτω δεν ήταν και… η Μύκονος. Οι φωτογραφίες αυτές τράβηξαν αμέσως το ενδιαφέρον μας, αφού εικονίζονταν σε αυτές σύνολα παραδοσιακών οικιών, μάλιστα με τις σκεπές καλυμμένες από πλάκες σχιστόλιθου. Αμέσως αποφανθήκαμε ότι το Μέτσοβο πρέπει να μπει στη λίστα των επόμενων προορισμών, στα… must που έλεγε και το εν λόγω περιοδικό. Έτσι και έγινε.


Μέτσοβο, δείγμα του πολεοδομικού ιστού. Δεξιά διακρίνεται το αρχοντικό Γ. Αβέρωφ, ένα εξαίσιο δείγμα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του οικισμού.                                        
Metsovo, detail of the town-tissue. On the right, the mansion of G. Averof, an excellent sample of the traditional architecture of the settlement is discerned.

Η πρώτη κρυάδα ήρθε μετά την επίσκεψη ενός καλού φίλου, ο οποίος στην ερώτησή μας περί της ύπαρξης παραδοσιακών κτισμάτων, πάγωσε ελαφρώς, δίνοντας μία όχι και τόσο καθαρή απάντηση. Η δεύτερη κρυάδα ήρθε με την είσοδο στον οικισμό, η τρίτη δε, την επόμενη ημέρα όταν με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι βγήκα να αναζητήσω τα κτήρια από τις φωτογραφίες του φυλλαδίου. Μόνο που τα κτίσματα αυτά τελικά βρίσκονταν στα Τζουμέρκα και ουδεμία σχέση είχαν με το Μέτσοβο, όπως βέβαια και ο συντάκτης των άρθρων του φυλλαδίου με την ευθύνη της ενημέρωσης. Απλώς σε ένα βιβλίο για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του Μετσόβου αναφέρονταν το Συρράκο και οι Καλαρρύτες μέσω και φωτογραφιών, των οποίων οι λεζάντες έγραφαν ξεκάθαρα τι απεικονίζουν, τις οποίες φωτογραφίες ο συντάκτης πήρε copy-paste όπως θα λέγαμε και τα επόμενα χρόνια και μας τις μόστραρε. Αλλά ήταν αρχές δεκαετίας του 1990, όταν όλα τα σφάζαμε και όλα τα μαχαιρώναμε και λογαριασμό δεν δίναμε, αρκούσε ένα… Κλικ.

Βέβαια, αν και η αλήθεια είναι ότι το Μέτσοβο θα το επισκεπτόμασταν κάποια στιγμή νομοτελειακά, του εν λόγω συντάκτη του χρωστάμε ως και χάρη, καθώς μετά από την πρώτη εκείνη επίσκεψη ψάχνουμε συνεχώς την ευκαιρία να επιστρέψουμε, έστω και περαστικοί.


Μέτσοβο, μερική άποψη του οικισμού από την κεντρική πλατεία.
Metsovo, partial view of the settlement from the central square.

Το Μέτσοβο είναι μία ειδική περίπτωση, ουσιαστικά μία κατηγορία μόνο του. Αποτελεί έναν οικισμό με αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά χαρακτηριστικά χωριού, αλλά σε μέγεθος κωμόπολης. Καταλαμβάνει μία ολόκληρη πλαγιά με ιδιαίτερα μεγάλη κλίση, η πλειοψηφία των δρόμων είναι στενοί και τα αυτοκίνητα δεν μπορούν να κινηθούν στο μεγαλύτερο τμήμα του ιστού, η εμπορική κίνηση εξαντλείται γύρω από την κεντρική πλατεία και τμήματος του κεντρικού δρόμου που οδηγεί σε αυτήν από την είσοδο του οικισμού.
Το Μέτσοβο όμως όπως και να το δεις είναι πανέμορφο. Εντάξει, η εποχή που οι ηλικιωμένες κυρίες εμφανίζονταν στην αγορά με τις παραδοσιακές τους στολές χωρίς να είναι κάποια γιορτή πέρασε μάλλον ανεπιστρεπτί, όπως άλλωστε και η εποχή που οι αντίστοιχης ηλικίας κύριοι μαζεύονταν στην πλατεία στο παγκάκι και μιλούσαν μεγαλοφώνως εις την βλαχικήν γλώσσα, κραδαίνοντας τις γκλίτσες τους και ισιώνοντας τα ηπειρώτικα φέσια τους. Όμως πολλά είναι ακόμα στη θέση τους. Σίγουρα όχι όλα όσα θα έπρεπε να είναι, μάλιστα τα περισσότερα από αυτά δεν είναι, αλλά το Μέτσοβο καταφέρνει και διασώζει τον χαρακτήρα του σε υψηλό βαθμό. Μάλιστα το καταφέρνει αυτό με έναν περίεργο τρόπο, έναν τρόπο ακραία μη αποδεκτό από την αφεντιά μας για άλλους ελληνικούς οικισμούς που έχουν επιχειρήσει κάτι παρόμοιο.


Μέτσοβο, ο ναός της Αγίας Παρασκευής δίπλα στην κεντρική πλατεία.
Metsovo, Agia Paraskevi church, next to the central square.


Μέτσοβο, άποψη της κεντρικής πλατείας με φόντο τις χιονισμένες πλαγιές.
Metsovo, view of the central square with snowy slopes on the background. 

Φυσικά οι πρώτες επισκέψεις έγιναν μέσω Κατάρας, του περιβόητου και ημιμυθικού πιά ορεινού περάσματος από τη Θεσσαλία στην Ήπειρο, το οποίο σύμφωνα με τα τηλεοπτικά κανάλια έκλεινε μόλις έπεφτε χιόνι, αλλά σύμφωνα με τους κατοίκους της περιοχής δεν έκλεινε σχεδόν ποτέ και έτσι απλά εισέπρατταν την αναδουλειά στα εστιατόρια και ξενοδοχεία τους χωρίς λόγο. Παλιά ιστορία άλλωστε το πώς αντιλαμβάνονται την ενημέρωση τα κανάλια. Τα χρόνια πέρασαν, το ίδιο και η Εγνατία οδός από το Μέτσοβο και τα πράγματα έγιναν απλούστερα όσον αφορά την πρόσβαση. Μάλιστα η Εγνατία, στο τμήμα αυτό, είναι ένα από τα αξιοθέατα, αφού μιλάμε για ένα δρόμο που αποτελείται από μακρά τούνελ και κοιλαδογέφυρες, σε μία συνεχή εναλλαγή. Η είσοδος στο οικισμό γίνεται πάντως από το ίδιο μέρος, τον παλιό δρόμο που οδηγούσε στα Ιωάννινα. Σίγουρα μπαίνοντας μπορεί κάποιος να μην ενθουσιαστεί. Όμως όσο προχωρά προς την κεντρική πλατεία η αίσθηση ότι κάτι όμορφο είναι εδώ αρχίσει να κυριαρχεί. Ειδικά από το σημείο που το αυτοκίνητο αρχίσει να τραμπαλίζεται πάνω στον λιθόστρωτο δρόμο.
Η πρώτη αναφορά του οικισμού χρονολογείται στα 1380, όμως ο οικισμός θα πρέπει, μάλλον, να θεωρηθεί παλαιότερος. Η ύπαρξή του πιθανολογείται τουλάχιστον από τον 10ο αιώνα όταν μνημονεύονται προνόμια για την περιοχή, για πρώτη φορά, τα οποία παραχώρησε ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος. Οπωσδήποτε όμως στις αρχές του 14ου αιώνα πρέπει να είχε αναπτυχθεί, όταν ο Ανδρόνικος ο Γ΄ παραχωρεί προνόμια στην περιοχή με σκοπό να ασφαλίσει το πέρασμα από την Θεσσαλία στην Ήπειρο και στη Μακεδονία, κάτι που θα γινόταν εφικτό με την ίδρυση μόνιμου οικισμού στην κρίσιμη αυτή θέση. Πάντως σε κάθε περίπτωση, το 1511 ο οικισμός είχε ήδη αναπτυχθεί, καθώς πρόκειται για την ημερομηνία που ανακαινίσθηκε ο κεντρικός ναός. Τα προνόμια συνεχίστηκαν για τον αυτό λόγο και κατά την οθωμανική περίοδο. Το 19ο αιώνα το Μέτσοβο γνώρισε την μεγαλύτερή πληθυσμιακή του ανάπτυξη.


Μέτσοβο, λεπτομέρεια κτηρίου στον περίβολο της Αγίας Παρασκευής.
Metsovo, detail of a building, standing in the yard of Agia Paraskevi church.


Παραδοσιακή οικία στο Κάτω Μέτσοβο.
Traditional house in Lower Metsovo.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ως τις αρχές του 20ου αιώνα η κοινωνία του Μετσόβου χωριζόταν σε τρεις κατηγορίες, τους αρχότζι, του βίνιτσι και τους άλγκι (σκωπτικά, γκιζάρι). Οι αρχότζι αποτελούσαν την ανώτερη οικονομικά και κοινωνικά κατηγορία με τα εισοδήματά τους να προέρχονται από το εμπόριο και τις μεταπρατικές δραστηριότητες. Οι άλλες δύο κοινωνικές ομάδες δεν διαφοροποιούνταν μέσω οικονομικών κριτηρίων, παρά ο διαχωρισμός βασιζόταν στην επαγγελματική ασχολία. Η ομάδα των βίνιτσι περιλάμβανε τους γεωργούς, βιοτέχνες, τεχνίτες, αγωγιάτες και μικροέμπορους, ενώ εκείνη των άλγκι, τους μετακινούμενους κτηνοτρόφους. Τον διαχωρισμό αυτό, ουσιαστικά σε κτηνοτρόφους και μη κτηνοτρόφους, τον βρίσκουμε σε όλους τους βλάχικους οικισμούς της Πίνδου.

Η προέλευση του τοπονυμίου Μέτσοβο δεν είναι εξακριβωμένη. Ο αρχιτέκτονας Βασίλης Χαρίσης μας πληροφορεί ότι έχει υποστηριχθεί ότι μπορεί να είναι σλάβικο (μέτσκα = αρκούδα + οβο = χωριό, αρκουδοχώρι), προερχόμενο από του Μούτζη ή του Μήτσιου (= Δημήτρη) ή από παραφθορά της λέξης Μεσοβούνι. Στα κουτσοβλάχικα το Μέτσοβο καλείται Α-μίτζιο (=εις το Μίτζιο), ενώ σε παλιά κείμενα το βρίσκουμε ως Μέτζοβο και Μέσσοβο, έτσι πιθανώς η ρίζα να είναι παραφθορά της λέξης μέσο και με την προσθήκη του σλαβικού οβο, έγινε Μέτσοβο. Άλλωστε το τοπωνύμιο Μεσοχώρι θα δήλωνε και το τοπογραφικό στίγμα της θέσης που καταλαμβάνει ο οικισμός, στο μέσον μίας περιοχής. Εμείς με τη σειρά μας θα συμπληρώναμε ότι συχνά, σκληροί ήχοι όπως των δίφθογγων τζ και μπ, απαλύνονταν στην προσπάθεια κάποιων να δείξουν ανώτερο μορφωτικό επίπεδο.

Οι κάτοικοι του Μετσόβου είναι βλαχικής καταγωγής και ακόμα και σήμερα είναι δίγλωσσοι, τουλάχιστον σε μεγάλο ποσοστό, αφού η βλαχική γλώσσα παραμένει ζωντανή. Η γλώσσα αυτή είναι λατινογενής, με αρκετούς όρους της αρχαιοελληνικής, αλλά δεν διαθέτει δική της γραφή.


Μέτσοβο, καλντερίμι. Πολλά από τα σοκάκια του οικισμού ακολουθούν ελικοειδή ανάπτυξη.
Metsovo, cobbled street. Many of the alleys are zig-zag shaped.


Μέτσοβο, παραδοσιακή οικία με σαχνισί.
Metsovo, traditional house with projected part (sachnisi).


Μέτσοβο, η αρχιτεκτονική προβολή (σαχνισί) καταλαμβάνει ολόκληρη την πρόσοψη του κτίσματος, ενώ στηρίζεται σε φουρούσι με διπλό κυμάτιο (σήμερα έχει καταρρεύσει).
Metsovo, the projected part occupies the entire façade of the building, while is supported by double waved structure (today collapsed).

Ο οικισμός δυστυχώς δεν διασώζει το σύνολο των παλαιών παραδοσιακών του κτισμάτων. Για την ακρίβεια διασώζει λίγα από αυτά, τη στιγμή όμως που διασώζει σχεδόν τέλεια τον παραδοσιακό πολεοδομικό ιστό του. Ιστός ο οποίος πιθανολογείται ότι σχηματίστηκε προ του 16ου αιώνα, πιθανώς τον 14ο αιώνα. Όμως, η πλειοψηφία των νεότερων κατοικιών έχει χτιστεί με πέτρα και στέγη προσπαθώντας να παραμείνει κοντά στην παράδοση, όχι πάντα με επιτυχία βέβαια. Πολλά κτίσματα ουσιαστικά έχουν αντιγράψει τον παραδοσιακό ρυθμό, τόσο που σε μία παλαιότερη συζήτηση τα χαρακτηρίσαμε νεοπαραδοσιακά. Αν οι στέγες σκεπάζονταν και με πέτρα όπως οι αυθεντικές, τότε θα ήταν ακόμα καλύτερα τα πράγματα. Παρόλα αυτά περιπλανώμενος στα απότομης κλίσης καλντερίμια, πολλά από τα οποία είναι λιθόστρωτα, μπορείς να ανακαλύψεις τα σωζόμενα δείγματα της μετσοβίτικης παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Αξίζει προσοχής η ελικοειδής ανάπτυξη των καλντεριμιών, η οποία σε συνδυασμό με το μικρό πλάτος και πολλές φορές τις προβολές των ορόφων άνωθεν ή των γείσων των στεγών, δίνουν την εντύπωση του κλειστού χώρου, ως συνέχεια του εσωτερικού των οικιών.
Οι παραδοσιακές κατοικίες του οικισμού είναι διώροφες, αλλά και τριώροφες,  χτισμένες με σκούρα πέτρα και βέβαια οι στέγες σκεπάζονταν με σχιστόπλακες. Ξύλινες οριζόντιες, εμφανείς εσχάρες παρεμβάλλονται στην τοιχοποιία, γνωστές ως ξυλοδεσιές. Τα ανοίγματα ήταν περιορισμένα στα κατώτερα των κτηρίων και συνήθως προφυλάσσονταν με κάγκελα. Οι θύρες, ξύλινες βαριές είναι τοποθετημένες κυρίως στο ισόγειο και ενισχυμένες με γυφτόκαρφα. Τα μεγάλα αρχοντικά διέθεταν συχνά περιμαντρωμένη αυλή περιορισμένης έκτασης με ιδίου τύπου, στεγασμένες, αυλόθυρες. Χαρακτηριστικό είναι το τζάκι, το οποίο εξέχει της εξωτερικής τοιχοποιίας, στηριζόμενο από ξύλινα φουρούσια. Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως της μετσοβίτικης αρχιτεκτονικής είναι τα ξύλινα μέρη της κατοικίας, εξέχοντα ή όχι, στο ανώτερο βέβαια επίπεδο των κτηρίων. Κάποιες φορές εμφανίζονται ως σαχνισιά, δηλαδή μεγάλες εξέχουσες κατασκευές  κάποιες φορές μικρότερες ως κιπέγκια ή κεπέγκια, όπως είναι γνωστά και άλλες φορές οι κατασκευές αυτές συμπληρώνουν απλώς τις τοιχοποιίες χωρίς να εξέχουν καθόλου του κτίσματος. Τα ανοίγματα στα ανώτερα επίπεδα είναι περισσότερα βέβαια. Αυτό που κάνει άσχημη εντύπωση είναι το ότι ακόμα και σε σωζόμενα παλιά κτήρια, οι πέτρινες καμινάδες έχουν αντικατασταθεί από τούβλινες, οι οποίες ξεχωρίζουν αμέσως ως μία άσχετη προσθήκη.


Μέτσοβο, αρχοντικό Γ. Αβέρωφ. Τα αρχοντικά διέθεταν περίκλειστη αυλή με βαριές αυλόθυρες.
Metsovo, G. Averof mansion. The mansions had their own courtyard with heavy doors.  


Μέτσοβο, βρύση στην κεντρική πλατεία.
Metsovo, covered fountain on the central square.


Μέτσοβο, άποψη παραδοσιακών οικιών. Διακρίνονται οι ξυλοκατασκευές τους.
Metsovo, view of traditional buildings. Their wooden structures are discerned.

Γύρω από την πλατεία, η οποία βρίσκεται σε υψόμετρο 1150 μ., έχει γίνει προσπάθεια, πιθανώς βασισμένη σε κεντρικό σχεδιασμό, να χτιστούν κτήρια που βρίσκονται κοντά στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Η πλειοψηφία αυτών ανήκει στη δεκαετία του 1960. Μία πλατεία που δένει αρμονικά με το ναό της Αγίας Παρασκευής και τον περιβάλλοντα χώρο αυτής με τα τεράστια πλατάνια.

Μιλώντας για την κεντρική πλατεία, εκεί θα συναντήσουμε ένα ύψωμα, ικανής έκτασης, το οποία μάλιστα σήμερα δείχνει… τεχνητό. Στις μέρες μας είναι πάρκο, αλλά όσο και αν ακούγεται απίστευτο, ο λόφος αυτός καταλαμβανόταν από… κάστρο. Το κάστρο του Μετσόβου, το οποίο γκρεμίστηκε μόλις το 1936, προφανώς χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Σταθείτε στην πλατεία και αναλογιστείτε το μέρος με τη σημερινή του διάταξη και εμφάνιση και στο λόφο το κάστρο. Είναι να σου έρχεται το εγκεφαλικό για τις εικόνες που χάθηκαν.

Μέτσοβο, διώροφο αρχοντικό με σαχνισί, χαγιάτι και περίκλειστη αυλή.
Metsovo, a two-storey mansion with sachnisi, hayat (Turkish = semi closed place), and courtyard.

Μέτσοβο, γκραβούρα τοποθετημένη στην πλατεία, η οποία αναπαριστά το κάστρο του οικισμού, κατεδαφισμένο ήδη από το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. 
Metsovo, gravure, placed on the square, which represents the castle of the settlement, demolished in the first part of the 20th Century.

Μέτσοβο, δύο από τις σωζόμενες παλαιές οικίες του οικισμού. Η οικία δεξιά διαθέτει προστιθέμενο πύργο, τοποθετημένο δίπλα στην εξώθυρα για την προστασία της.
Metsovo, two preserved old buildings. At the residence on the left a tower is added next to the door, for additional protection.

Αναζητήστε επίσης το αρχοντικό Τοσίτσα, ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό κτίσμα, το οποίο όμως ένας Αμερικάνος θα χαρακτήριζε Ντίσνεϋλαντ, όπως συνηθίζουν να αποκαλούν κάθε τι που μιμείται το αυθεντικό. Υψώνεται στη θέση του παλιού αρχοντικού χτισμένου το 1661, αλλά αποτελεί απλώς κατασκευή των μέσων του 20ου αιώνα, η οποία όπως με πληροφόρησαν περικλείει τμήμα του αυθεντικού κτηρίου. Τέλος πάντων είναι λαογραφικό μουσείο, επιτρέπεται η είσοδος μόνο με ξεναγό από το ίδρυμα, ενώ τα εκθέματα αφορούν την ζωή στο Μέτσοβο τους περασμένους αιώνες. Εδώ θα μάθει κανείς και ότι αφορά τον βαρόνο, Μιχαήλ Τοσίτσα και τις δωρεές του ιδρύματός του στο Μέτσοβο, του οποίου την εικόνα άλλαξαν κατά τη δεκαετία του 1950. Τις δωρεές αυτές χειρίστηκε σε μεγάλο βαθμό ο παλιός πολιτικός Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος σύμφωνα πάλι με όσα μας πληροφόρησαν είχε υιοθετηθεί από τον βαρόνο. Τέλος πάντων, παλιές ιστορίες, οι οποίες σίγουρα ωφέλησαν τον τόπο, αλλά πιθανώς μόνο υπό το πρίσμα εκείνης της εποχής, αφήνοντας πληγές στο σήμερα. Ξαναλέμε, πιθανώς!  

Μέτσοβο, τυπική παραδοσιακή οικία. Διακρίνονται οι ξυλοδεσιές, 
η προβολή της φούσκας του τζακιού, και το ξύλινο κιπέγκι.
Metsovo, typical traditional building. Architectural elements such as the wooden bounds into the masonry, the projected fireplace, and the wooden structure on the upper part (kipegi) are discerned.

Χαρακτηριστική διάταξη στενής όψης μετσοβίτικου σπιτιού.
Metsovo, typical arrangement of the openings and the fireplace.

Μέτσοβο, τυπική βαριά αυλόθυρα.
Metsovo, typical heavy style doorway. 

Μέτσοβο, το αρχοντικό Τοσίτσα. Χτίστηκε στα μέσα του 20ου αιώνα, 
στη θέση του παλαιού αρχοντικού του 17ου αιώνα. Σήμερα στεγάζει λαογραφικό μουσείο.
Metsovo, Tositsas mansion. It was built at the middle of the 20th Century, 
occupying the position of the old mansion, built in the 17th Century.

Στα χαμηλά του οικισμού θα συναντήσουμε και δύο μοναστήρια. Το ένα είναι το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, ένα μικρό περίκλειστο κτηριακό συγκρότημα που δεν είναι γνωστή η χρονολογία ίδρυσής του. Το καθολικό είναι ναός θολοσκεπής, μονόχωρος. Το δεύτερο είναι το μοναστήρι Κοιμήσεως Θεοτόκου (18ος αιώνας) χτισμένο μέσα στη χαράδρα του Μετσοβίτικου ποταμού. Το πλήρως αποκατεστημένο συγκρότημα διασώζει όλα τα χαρακτηριστικά της μετσοβίτικης παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Το καθολικό, μικρός μονόχωρος ναός, χρονολογείται στα 1754.

Mοναστήρι του Αγίου Νικολάου, χτισμένο κάτω από το Μέτσοβο.
Monastery of Saint Nicolas, built at the foot of Metsovo. 

Μονή Κοίμησης Θεοτόκου (18ος αιώνας). Το μοναστήρι στέκεται δίπλα στον Μετσοβίτικο ποταμό.
The Αssumption of Virgin Mary monastery (18th Century), built on the banks of Metsovitikos river.

Μία επίσκεψη αξίζει και ο κοντινός οικισμός της Μηλιάς. Αφού διασχίσουμε το ποτάμι που τρέχει στην είσοδο του χωριού εισερχόμαστε στη χαράδρα που καταλαμβάνει ο οικισμός. Η Μηλιά, ακολουθώντας το Μέτσοβο, διασώζει έναν μικρό αριθμό παραδοσιακών κτισμάτων, τα οποία όμως δίνουν την παλαιότερη εικόνα του οικισμού, θλίβοντάς μας παράλληλα βεβαίως για την εικόνα που θα έπρεπε να διασώζει ο οικισμός. Οι μικρού μεγέθους προβολές είναι και εδώ παρούσες, εξέχουσες από διώροφα οικήματα.

Ένα άλλο στοιχείο που θα συναντήσουμε είναι η επένδυση της τοιχοποιίας ή ξύλινων στοιχείων με λαμαρίνα. Δεν γνωρίζουμε να είναι ένα παραδοσιακό στοιχείο. Ο τσίγκος πάντως που καλύπτει κάποιες στέγες, σίγουρα δεν είναι. Δυστυχώς, το παραπάνω στοιχείο το συναντάμε συχνά στα ορεινά χωριά της Πίνδου. Αποτελεί ένα κατάλοιπο της πολιτικής, λέμε τώρα, του κράτους, το οποίο προκειμένου να βοηθήσει τους κατοίκους αυτών των οικισμών μετά τον πόλεμο και τις καταστροφές των φίλων μας των Γερμανών, έδωσε τεράστιες ποσότητες τσίγκου για την κάλυψη των συχνά καμένων στεγών. Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε, είτε από το κράτος είτε από τους κατοίκους, δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αλλοίωση των οικισμών αυτών ως τις μέρες μας.


Μηλιά, ο οικισμός καταφέρνει και διατηρεί ένα αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον.
Milia, an interesting settlement, close to Metsovo. 

Το δυνατό σημείο όμως της περιοχής είναι η φύση. Μία φύση που πραγματικά οργιάζει διασώζοντας μερικά από τα πιο ανέγγιχτα φυσικά τμήματα της χώρας και όχι μόνο.

Βόρεια της Μηλιάς, λοιπόν, βρίσκεται η κοιλάδα που είναι γνωστή με την βλαχική ονομασία, Βάλια Κάλντα που σημαίνει ζεστή κοιλάδα, στην οποία μπορεί κανείς να εισέλθει από τη θέση Σαλατούρα Μηλιάς, αν και εμείς προτιμούμε τη θέση αυτή για έξοδο, εισερχόμενοι από το βορά και τη θέση Στάνη Τίζα.
Φυσικά η είσοδος μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, τηρώντας ορισμένους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία του Εθνικού Πάρκου και μόνο με 4Χ4 όχημα με ειδικού τύπου ελαστικά, αλλιώς μπορεί να εισέλθεις αλλά να μην εξέλθεις.
Η Βάλια Κάλντα, όπως είναι γνωστότερος ο Εθνικός Δρυμός Πίνδου, συγκροτεί μαζί με τον Εθνικό Δρυμό Βίκου-Αώου το Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου. Βρίσκεται στα σύνορα των νομών Ιωαννίνων και Γρεβενών, καταλαμβάνοντας έκταση 68.900 στρ. περίπου, από τα οποία τα 33.600 στρ. είναι ο πυρήνας του Δρυμού και τα υπόλοιπα η περιφερειακή ζώνη προστασίας. Το μεγαλύτερο μέρος του Δρυμού υψομετρικά κυμαίνεται μεταξύ 1.500 και 2.000 μ. Η ονομασία ζεστή κοιλάδα επικράτησε διότι στην περιοχή επικρατούν σχετικά υψηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της ημέρας και πολύ χαμηλές τη νύχτα. Πρόκειται για μία από τις πιο απομονωμένες περιοχές της Ελλάδας με ανεκτίμητο φυσικό πλούτο, όπου καταφέρνει και επιβιώνει ακόμα ένα πλουσιότατο δασικό, αλλά και ευαίσθητο οικοσύστημα, σημαντικό για ολόκληρη την Ευρώπη. Για το λόγο αυτό έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000, των Ιδιαίτερα Προστατευόμενων Περιοχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όμως.


Η λίμνη με τα νούφαρα κοντά στο Γρεβενίτι. Θα τη συναντήσουμε πηγαίνοντας 
από Μέτσοβο για Βοβούσα.
Lake with water lilies, close to Greveniti village.


Το γεφύρι της Βοβούσας (1748) πάνω από τον ποταμό Αώο, ένα από τα λίγα που χτίστηκε μέσα σε οικισμό. Η Βοβούσα βρίσκεται κοντά στη βόρεια είσοδο του Δρυμού.
Stone bridge above Aoos river in Vovoussa settlement (1748). Vovoussa is located close to the north entrance of the National Forest.


Βάλια Κάλντα, μοναχικά ρόμπολα.Valia Calda, lone-standing Bosnian pines.


Η καλύτερη εποχή να επισκεφθείς τον Δρυμό και τη γύρω περιοχή είναι το φθινόπωρο.
The best period to visit the Forest is autumn.

Ο Δρυμός ιδρύθηκε το 1966 με σκοπό την προστασία της πλούσιας χλωρίδας και πανίδας, ειδικότερα όμως για την προστασία των αιωνόβιων ρόμπολων (λευκόδερμη πεύκη) και μαυρόπευκων της περιοχής. Ορισμένα από τα ρόμπολα ξεπερνούν την ηλικία των 700 ετών. Επίσης υπάρχουν δάση οξιάς, αλλά και μεικτά δάση. Ακόμα θα συναντήσουμε διάσπαρτα άτομα μακεδονίτικου έλατου, πλατάνια, ιτιές και σκλήθρα στα παραποτάμια τμήματα, ενώ σημαντικές θεωρούνται οι δύο συστάδες δασικής πεύκης (κοκκινόπευκα) που αριθμούν 30 με 35 άτομα έκαστη, αφού αποτελούν το νοτιότερο σημείο εξάπλωσης τους είδους. Παράλληλα βέβαια αποτελεί και έναν βοτανολογικό παράδεισο, αφού εδώ φύονται πολλά ενδημικά είδη φυτών και λουλουδιών, τόσο των Βαλκανίων, όσο και της Ελλάδας, της δυτικής Μακεδονίας, αλλά και της Πίνδου. Ιδιαίτερα πλούσια είναι και η μυκοχλωρίδα (μανιτάρια).

Στα όρια της προστατευόμενης περιοχής έχουν καταγραφεί 17 είδη θηλαστικών, 72 είδη πουλιών, 6 είδη αμφιβίων και 7 είδη ερπετών. Τα κυριότερα είδη είναι η αρκούδα, ο λύκος, ο αγριόχοιρος, το ζαρκάδι, η αλεπού, το αγριόγιδο, ο αγριόγατος, ο ασβός, το κουνάβι, ο λαγός, ο σκίουρος και η βίδρα. Επίσης, πριν από μερικά χρόνια πιστευόταν πιθανή και η παρουσία του λύγκα. Στον κατάλογο των πουλιών περιλαμβάνονται 8 από τα 10 συνολικά είδη δρυοκολάπτη, ο βασιλαετός, ο χρυσαετός, το όρνιο, ο φιδαετός, το χρυσογέρακο, το σαΐνι, το διπλοσάινο, η ποντικοβαρβακίνα και πολλά άλλα μικρότερα είδη, όπως παπαδίτσες, σπίνοι, φλώροι και η χιονάδα.     

Βάλια Κάλντα, συστάδες μαυρόπευκων και οξιάς σε συνεχή εναλλαγή.
Valia Calda, view of the Forest. Clusters of Black pines and Beeches are discerned.

Γιγάντιο ρόμπολο στη Βάλια Κάλντα.
One of the huge Bosnian pines that can be found in Valia Calda.






Βάλια Κάλντα, ένα μαγικό μέρος.
Breathtaking views of Valia Calda.

Αυτόν το ναό της φύσης λοιπόν τον επισκετπόμαστε με ευλάβεια και εξερχόμαστε χωρίς να έχουμε πάρει τίποτα εκτός από φωτογραφίες και βίντεο, χωρίς να έχουμε αφήσει τίποτα πίσω μας και βέβαια χωρίς να έχουμε ενοχλήσει τίποτα, φυτό ή ζώο.

Εισερχόμενοι από τη θέση Στάνη Τίζα ένα μεγαλοπρεπές γυμνό τοπίο μας περιμένει, διακοσμημένο με συστάδες οξιάς. Μοναχικά ρόμπολα αρχίζουν να χαρακτηρίζουν το τοπίο και ακολουθούν πυκνά δάση οξιάς καθώς κατηφορίζουμε για την κοιλάδα. Σύντομα τα μαυρόπευκα κυριαρχούν, ενώ στη συνέχεια θα συναντήσουμε και τα κοκκινόπευκα. Κοντά στο αρκουδόρεμα το τοπίο γίνεται πιο μαλακό, ενώ τα ρόμπολα δεν μας εγκαταλείπουν ώσπου να αρχίσουμε να ανηφορίζουμε προς την έξοδο από τη λεκάνη. Το τελευταίο τμήμα της διαδρομής κυριαρχούν μεικτά δάση από μαυρόπευκα και οξιές. Οι υψομετρικές διαφορές είναι μεγάλες, πράγμα που σημαίνει ότι συναντάμε σχετικά μεγάλες κλίσεις. Το τερέν είναι συχνά κακό με κοφτερή φυτευτή πέτρα αλλά και πολλή αδέσποτη, ενώ δεν λείπουν και τα νεροφαγώματα, ειδικά στις φουρκέτες. Με λίγα λόγια δεν επιχειρούμε αν δεν έχουμε το κατάλληλο όχημα, κατάλληλα εξοπλισμένο και βέβαια ποτέ ένα όχημα μόνο του. Θα χρειαστεί να διανύσουμε περίπου 30 με 32 χλμ χωματόδρομου.

Εννοείται βέβαια ότι τα παραπάνω αποτελούν μία απλή περιγραφή της διαδρομής διάσχισης του Δρυμού και τίποτα παραπάνω, ενώ όποιος επιχειρήσει, το κάνει αποκλειστικά με δική του ευθύνη.

Η καλύτερη εποχή για να επισκεφθεί κανείς το μέρος, κατά τη γνώμη μας, είναι το φθινόπωρο, πριν αρχίσουν οι χιονοπτώσεις και όσο η βλάστηση έχει φορέσει τον πολύχρωμο μανδύα της εποχής. Επίσης καλό θα ήταν να μην επιχειρήσουμε είσοδο αν βρέχει ή αν έχει βρέξει πολύ τις προηγούμενες ημέρες ή αν περιμένουμε βροχή. Αλλιώς ψάχνουμε τον μπελά μας, τον οποίο είναι πάρα πολύ εύκολο να βρούμε.

Βάλια Κάλντα, Aρκουδόρεμα.Valia Calda, Arkoudorema stream (Greek = the stream of the Bears).

Η διαδρομή μέσα στο δάσος είναι μαγευτική. Θέλει βέβαια προσοχή και προετοιμασία.
Valia Calda, the dirt road is running through magnificent sites.


Βάλια Κάλντα, το Αρκουδόρεμα σε δύο διαφορετικές εποχές.
Valia Calda, Arkoudorema stream, views from two different seasons.

Μικρός καταρράκτης στην νότια πλευρά του Δρυμού.
Small waterfall in the south part of the Forest. 

Η Βάλια Κάλντα αποτελεί σημαντικό βιότοπο της καφέ αρκούδας 
(η φωτογραφία προέρχεται από βορειότερο ορεινό όγκο της Πίνδου).
Valia Calda is one of the most important biotopes of the Brown bear in Europe 
(the photo was taken on northern Pindos).

Η παρουσία του λύκου είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ισορροπία του οικοσυστήματος. Αποτελεί τον σημαντικότερο θηρευτή στην περιοχή (η φωτογραφία από τα ανατολικότερα βουνά της οροσειράς). 
Wolfe is the most important predator in the area around, and also in the rest country. Their presence is particularly significant for the eco-balance (the photo was taken in the eastern mountains of the range).

Κοντά στο Μέτσοβο βρίσκεται και η τεχνητή λίμνη των πηγών του ποταμού Αώου. Αξίζει να κάνει κανείς το γύρο της λίμνης με το αυτοκίνητο, καθώς το τοπίο είναι υπέροχο. Φροντίστε να είστε εκεί το απόγευμα μίας ηλιόλουστης ημέρας. Απλώς, πριν κατεβείτε από το αυτοκίνητο για να θαυμάσετε και να φωτογραφίσετε το τοπίο, ρίξτε μία ματιά μήπως υπάρχουν τσοπανόσκυλα ένα γύρω. Καλό θα ήταν να μην βρεθείτε στο πεδίο τους. Επίσης αν επισκεφθείτε την περιοχή άνοιξη, την εποχή που λιώνουν τα χιόνια, ψάξτε στις μικρές συγκεντρώσεις νερού για αλπικούς τρίτωνες, γνωστούς και ως δρακάκια, θα τους διακρίνεται από το κόκκινο και έντονο μπλε χρώμα που έχουν λόγω αναπαραγωγικής περιόδου. Α ναι, ξεχαστήκαμε, για αμφίβια πρόκειται που μοιάζουν με μικρές σαύρες. Αποτελεί προστατευόμενο είδος και θεωρείται απόγονος των δεινοσαύρων.

Από το Μέτσοβο στη Βάλια Κάλντα λοιπόν, όρεξη να έχει κανείς να μαζεύει εικόνες, μυρωδιές και ήχους. Σε μία από τις πιο μαγικές περιοχές της χώρας μας.

Το ρέμα Μεγγούλη στον Κάμπο Νιάζι, ανάμεσα από το Μέτσοβο και τη λίμνη Αώου.
In the highlands between Metsovo and Aoos spring-lake.


Η λίμνη των πηγών του Αωού είναι ένα ακόμα αξιοθέατο της περιοχής.
Aoos river spring-lake is one more attraction in the area around.

Ελληνικός ποιμενικός σκύλος, γνωστότερος ως τσοπανόσκυλο, μία από τις αρχαιότερες ράτσες σκύλων στον κόσμο. Στα υψίπεδα κοντά στο Μέτσοβο, την καλοκαιρινή περίοδο, θα συναντήσουμε πολλά κοπάδια που φυλάσσονται από τέτοια σκυλιά.
Greek shepherd-dog, one of the most ancient dog breeds in all over the world. It is easy to be met in the highlands close to Metsovo, especially in the summer period.

Αλπικοί τρίτωνες σε μικρή συγκέντρωση νερού κοντά στις πηγές του Αώου. 
Τα έντονα χρώματα οφείλονται στην άνοιξη που είναι η περίοδος αναπαραγωγής τους.
Alpine newts in a tiny lake close to Aoos spring-lake. 
The intense colours are due to the spring, which is their mating period. 

Metsovo is located in the mountain range of Pindos, the backbone of mainland Greece in the northwestern part of the country. This mountain range, scientifically known as Hellenic Alps, vertically divides mainland Greece. The settlement of Metsovo is a really special case. It has architectural and urban planning features of a village, but it is a town. It occupies a whole mountain slope, where between the lower and the upper part of the settlement a wide altitude difference can be found. The majority of the streets are so narrow that cars cannot enter. The commercial traffic is limited around the central square and on a short part of the central street, which leads to the square from the entrance of the town.

Metsovo is first written mentioned in 1380, but it can be considered older than this date. It might be developed at least at the start of the 14th Century, when the Byzantine Emperor, Andronicos III granted privileges to the area around, in order the nearby and the only passage from Thessalian prefecture to Epirus prefecture was controlled and secured. It could be possible only with the development of a settlement. In any case, Metsovo had been diffidently developed in 1511, when the central church of Agia Paraskevi was renovated. The settlement did not lose its privileges in the following Ottoman period. In the 19th Century the largest population growth was recorded. 

Metsovians has Aromanian origin (called Vlachs, term originated from the German term, Wallachians) and they are bilingual, speaking both, Greek and Aromanian (Vlach) languages. This language has a Latin origin, enriched with elements from the Ancient Greek language, and it has not its own script.

Even though the settlement does not preserve the entire set of its older traditional buildings is a really interesting and beautiful place. At the same time, the town-tissue of Metsovo is preserved in very good condition, probably developed before the 16th Century, perhaps in the 14th Century. However, the majority of the more recent buildings are stone-built, attempting to keep traditional character. Certainly, this goal is not always achieved. Consequently, many buildings has copied the traditional style, and if the roofs were covered by slate-tiles, the authentic material, things would be much better. Nevertheless, wandering on the sloping alleys, many of which are cobbled streets, someone can discover the preserved samples of the Metsovian traditional architecture. It is worth saying that the alleys due to their short width, the zig-zag pattern, and many times the projections of the buildings’ upper parts, give the impression of a closed space, a continuity of the internal space of the residences.   

The preserved traditional buildings in Metsovo are two or three-storey structures, built with dark stone and the roof are covered by slate-tiles, while wooden bounds are incorporated into the masonries. The openings are few on their lower parts, protected by cages. The doors are heavy, placed on the ground floor’s level, while the mansions had their own courtyard, surrounded by fence walls. The projected from the external masonries fireplaces can be considered as a typical element. Nevertheless, the most important element is the projected parts (known as sachnisi, find on this blog the post about Mt Pelion, or kipegi) from the upper levels of the residences, made by wood. Sometimes these wooden structures are not projected, simply completed the masonries of the buildings’ upper parts.

The central square is situated in an altitude of 1150 m. Most of the buildings around it belong to the 60s, probably based on a central planning, so as their appearance stand close to traditional architecture. The square and the nearby space around the church of Agia Paraskevi with the huge plane trees create a real harmonic complex-set. Next to the square an earth structure can be found, reminder of a mound. On this place a castle was standing until 1936. Today the area is just a park.

The visitor can also search for the mansion of Baron Tositsas. This is an impressive building, occupying the same position as the old family-mansion did, including parts and remains of the old mansion, as we were informed, during our visit. The today building just imitates the traditional style. Disneyland, as some of our American friends would say. Today, it houses a folklore museum about local life in the previous centuries. In any case it is very interesting.

At the foot of the settlement two monasteries are standing. The monastery of Saint Nicolas is a small enclosed building complex, certainly built before the 18th Century. The monastery of the Assumption of Virgin Mary (18th Century) is a full restored complex set, built next to Metsovitikos river, preserving almost all the features of the Metsovian traditional architecture. The Catholicon (main church) is dated in 1754.

Also interesting is the nearby settlement of Milia (= apple tree). The traditional architecture of the settlement was standing very close to Metsovo. Milia still preserves some of the old buildings and mansions.

Nevertheless, the trump card of the whole region around is… nature. In this part of Greece an almost virgin natural environment is conserved. 

North to Milia, the area of Valia Calda (the Aromanian name) is located, meaning warm valley. Certainly, the entry can be done only during the summer months, in fact when the snow allows, always keeping the rules of the National Park, and only by a 4X4 vehicle with the appropriate tires, because otherwise perhaps someone can enter, but without leaving.

Valia Calda, as the National Forest of Pindos is better known, with the National Forest of Vikos-Aoos constitute the Northern Pindos National Park. The warm valley extends to 68.900 acres, of which 33.600 acres are the core of the Forest and the rest of them are the surrounding protected zone. Most of the National Forest ranges from 1.500 m to 2.000 m in altitude. The name warm valley is due to the fact that daytime temperature is relatively high, although at night the temperature is particularly low.

This is one of the most isolated areas of Greece with invaluable natural wealth, which has managed to survive in a sensitive ecosystem, important for entire Europe. That is the reason that this National Forest has been included in the European Union Wide Network of Natura 2000 Protected Areas. The National Forest was established in 1966 to protect the rich and rare flora and fauna in the area, especially the 100-year old Bosnian pines and Black (Austrian) pines. Some individuals of the Bosnian pines are over 700 years old. Beech forests and forests with variety of species of trees (mixed forests) can also be found, as well as Plane trees, Willows, Alders in the riverside areas and Bulgarian firs. Particularly important can be considered two clusters of Scots pines, consisted of approximately 30-35 trees each one. This is the southernmost site that this species can be found. At the same time, Valia Calda constitute a botanical paradise, as many endemic wildflowers and plants of Balkan peninsula, Greece, western Makedonia and Pindos grow in the area. The mushroom flora is also particularly rich. 

In the National Forest of Pindos, 17 species of mamals, 72 of birds, 6 of amphibians, and 7 of reptiles have been recorded. The main species of mammals are Bears, Wolves, Wild boars, Roe deers, Foxes, Alpine chamois (species of goat-antelope), European wildcats, Badgers, Ferrets, Jackrabbits, Squirrels, and Otters. Until a few years ago, it was suspected that Lynx also lives in the area. Eastern imperial eagles, Golden eagles, Griffon vultures, Short toed eagles, Lanner falcons, Levant sparrowhawks, Northern goshawks, Buzzards, 8 from the 10 species of Woodpeckers, as wells as some smaller species as Chaffinches, Greenfinches, and Horned larks are included in the list of the birds.

There is no need even to say that in this temple of nature we must enter with reverence, leaving the place without taking anything but photos and videos, without throwing anything behind us, and without bothering flora and fauna. The best time to visit the place is in autumn, when nature is colorful, and before the snowfalls begin. It is worth noting that the terrain is a very hard dirt road, that it becomes much harder when it rains, or it was raining for days.

Very close to Metsovo, the manmade spring-lake of Aoos river is located. It is worth to drive there, surrounding the lake in the afternoon, especially a sunny day. Just take care that when you disembark from the car, no shepherd dog is around. Sometimes they can be dangerous for a stranger. If you visit the area in the spring, search for Alpine newts in tiny lakes, known in Greek as small dragons. Spring is their mating period and their colours are amazing. It is a protected species, and considered as a descendant of dinosaurs.

Consequently, Metsovo and Valia Calda, the building environment and the natural environment in one of the most stunning places in Greece. 



Thursday, July 30, 2020

Corinth prefecture, visiting the canal, the ancient city, the citadel, and a medieval castle - Κορινθία, από τον Ισθμό και το μεσαιωνικό κάστρο Αγιονορίου, στον Ακροκόρινθο και στην αρχαία πόλη της Κορίνθου.


text - images: Babis Pavlopoulos, iconstravel photography
languages: English, Ελληνικά


Driving from Athens to the west, the Peloponnese is waiting for us. Corinth prefecture is the gate to the Peloponnese, the place, where the most famous pottery craft-industry in the Mediterranean Sea flourished in antiquity, the ancient city of Corinth. Nevertheless, the first impression of the area is a high rocky hill, visible from far away. This is Acrocorinthos, the citadel of the ancient city. The whole area was a real crossroads of people and nations for so many centuries. Most of them left their traces. Therefore, the today visitor has the chance to visit, ancient monuments, Roman monuments, medieval monuments, but also more recent constructions, such as Corinth canal.
So, let’s visit some of these monuments, simultaneously learning about the history of the area.

Corinth canal is actually the first real sign that you are in the Peloponnese. This is a really impressive, breathtaking construction, dated at the end of the 19th Century, separating the Peloponnese of the rest Greek mainland. The construction of the canal was a dream of 2.300 years. Many kings and lords, who reigned in this area tried to make it reality, so as the sea-routes become shorter. The dream came true in 1893, after 11 years of works. It is considered as a big achievement, especially for the period that the canal was constructed, even though the funny is that at the end of the 19th Century, the technic methods were almost the same as in antiquity, mainly based on digging by hand. The length of the canal is 6.4 klm (4 miles), the width is 24.6 m, and the height of the walls is almost 100 m, while 2.500 people worked for this structure, extracting 12.000.000 m3 of earth. During antiquity (6th Century BC), a cobbled-street had been constructed, the deolcos, on which small, mainly warships were transported upon a wheeled vehicle to the opposite coast, or… ships on the earth. According to the sources, the deolcos was active until the 9th Century AD, at least. The visitor can walk on the pedestrian bridge above the canal and the… empty space, admiring the construction.


Corinth canal, a technical achievement of the end of the 19th Century.
Ο Ισθμός της Κορίνθου, ένα τεχνολογικό επίτευγμα των τελών του 19ου αιώνα.


Second stop of our trip is the archaeological site of Ancient Corinth, at the foot of the terrible rock of Acrocorinthos. The site was inhabited since the Neolithic times, 6500-3250 BC. The peak of the city’s financial prosperity is dated in the 7th and 6th Centuries BC, but since the end of the 6th Century BC and the start of the Athenian Golden Age, especially after the Persian Wars, Corinth began to decline. During the Peloponnesian War, Corinth fought on Sparta’s side, against Athens. By 337 BC the city was occupied by the Makedonians, until 243 BC. After the battle of Lefcopetra in 146 BC, between Greeks and Romans, and the following Roman conquest of the Greek area, Corinth was totally destroyed. The city was established once again in 44 AD, during the reign of Julio Cezar, as a particular wealthy place.


Ancient Corinth, the Doric style temple of Apollo (6th Century BC).
Αρχαία Κόρινθος, ο δωρικού ρυθμού, ναός του Απόλλωνα (6ος αιώνας π.Χ.).


During the Byzantine period, in the 7th and 8th Century, the city was abandoned and the inhabitants preferred to live within the walls of Acrocorinthos, which was fatally developed as a fortified settlement.
Around the 15th Century, perhaps at the end of this century, the city was once again inhabited, but in any case by 1458 Corinth is under Turkish rule until 1823 and the establishment of the Modern Greek State. Certainly, there was a little Venetian break (1687-1715).


The archaeological site of ancient Corinth, general view. 
Γενική άποψη του αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας Κορίνθου.


The city is also known for the visit of Apostle Paul in the middle of the 1st century AD. He stayed there for almost 1.5 year, establishing a great Christian community, before he left for Ephesus. Apostle Paul continued addressing to the community through letters, known as to the Corinthians (bibliography, 1 Corinthians, 2 Corinthians).
This is an extended archaeological site and the most important monuments, which can be found there, are the followings: The Peirene fountain, the Doric temple of Apollo (6th Century BC), part of which was destroyed when the residence of the Turk lord of the Peloponnese was constructed, the known as Bema of Apostle Paul, in fact an ambo, used by the Roman officials to speak to the people, the Glauke fountain, the Roman Odeon, the not excavated yet ancient theatre, the E temple, one of the best preserved samples of Roman architecture, and the Lechaion road, which leaded from the Agora (market) to the port, on Lechaion coast.
Before we cross the exit of the site, standing on the end of the excavated part of Lechaion road, the view to Acrocorinthos is perfect. This will be our third stop.


The Peirene fountain is one of the most important monuments in ancient Corinth.
Η κρήνη Πειρήνη είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία στην αρχαία Κόρινθο.



Ancient Corinth, Gauke fountain. 
Αρχαία Κόρινθος, κρήνη Γλαύκη.



Ancient Corinth, Roman statue.
Αρχαία Κόρινθος, ρωμαϊκό άγαλμα.



Ancient Corinth, walking on Lechaion road.
Αρχαία Κόρινθος, περπατώντας στο ανεσκαμμένο τμήμα της οδού Λεχαίου.



Ancient Corinth at the foot of Acrocorinthos, on the left the Lechaion road.
Η αρχαία Κόρινθος στη σκιά του Ακροκόρινθου, αριστερά η οδός Λεχαίου.


Acrocorinthos, like Acropolis; because Acrocorinthos was an acropolis, a citadel. The Greek word acropolis consists of two words, acro = edge and polis = city. It was the fortified edge of the city, the strongest point of almost each ancient Greek city. Therefore, Acrocorinthos was the acro of Corinth (Greek, Corinthos), the citadel of the city. A fort, which remained active for almost 25 centuries, on its abrupt top.


Terrible Acrocorinthos, western view, the castle was the citadel of the ancient city. The donjon and partially the fortifications are discerned.
Ο τρομερός Ακροκόρινθος, δυτική άποψη, το κάστρο αποτελούσε την ακρόπολη της αρχαίας πόλης. Διακρίνεται μέρος των οχυρώσεων και στο κέντρο περίπου ο ακρόπυργος.


According to the historical evidence, Acrocorinthos was already an active fortress in the 7th Century BC. The history of the fortress is densely connected with the history of the city. In the course of the centuries, the fortifications were restored, renovated, and reinforced many times, often using the same building material. The first Byzantine strengthening is probably dated in the reign of the Emperor, Justinian (6th Century AD), who fortified the narrow passage to the Peloponnese. By the 9th Century Acrocorinthos is the capital of the Thema (in fact a prefecture of the Byzantine Empire), of the Peloponnese. In the 10th Century twice Bulgarians did not manage to capture Acrocorinthos, but in 1147 the defenders did not manage to resist to the Normans raid. In 1210, after the first fall of Constantinople (1204), it was occupied by the Franks, after a 5-year siege. The Byzantine lord of the castle, Leon Sgouros, suicided, falling with his horse from the walls. Franks retained the castle until 1398, when it passed into Byzantine hands again. The period 1400-1404 Acrocorinthos was sold to the Hospitallers of Saint John of Jerusalem, and in 1458 the Turkish rule period began, until 1823. In this year the castle was surrendered to the Greeks during the Greek War of Independence. In the meantime, the period 1687-1715, Acrocorinthos was occupied by the Venetians as the entire Peloponnese.
Since antiquity, the shape of the fortifications remained almost the same, even though in those times the walls of the citadel were connected with the walls of the city. Only visiting the place, someone can understand the size of the construction, and of course the dimensions of the enclosed area. The extremely sloping terrain gives access only from the west side. Three successive defense lines blocked the way of the aspiring invaders, each one with a heavy fortified gate.


Acrocorinthos, the gate of the castle and the first defense line. 
The today bridge over the ditch is discerned.
Ακροκόρινθος, η πύλη του κάστρου και η πρώτη ζώνη οχύρωσης
Έμπροσθεν διακρίνεται η γέφυρα πάνω από την τάφρο.


Originally, the first defense line matched to the today second line. Behind it, the second line was standing, probably the today third one, perhaps built in the 4th Century BC.
The first gate and its defense line with the tower are dated, according to the type and the form of the masonry, in the 14th Century, while both bastions on the ends of the line are Venetian structures (end of the 17th Century- start of the 18th Century)


Acrocorinthos, the second defense line and its gate.
Ακροκόρινθος, η δεύτερη ζώνη οχύρωσης και αντίστοιχη πύλη.


On the second gate, two different building phases can be clearly discerned. The entire construction is byzantine, dated in the 10th Century, but the façade of the lower part, and the battlements on the parapet, belong to the Venetian period, end of the 17th Century, start of the 18th Century. Crossing the gate, on the right, there is a trap-door on the floor, leading to an underground passage. Through this passage, the defenders could retreat from the space between the first and the second defense line to the space between the second and the third line, without opening the gate. The big tower, which framed the gate on the west, is also Venetian.


Between the second and the third defense line.
Ο χώρος ανάμεσα στη δεύτερη και την τρίτη ζώνη οχύρωσης.



The third and strongest gate of Acrocorinthos. The tower on the right is dated in the archaic period, 
while the one on the left is Byzantine.
Η τρίτη και ισχυρότερη πύλη του Ακροκόρινθου. Ο πύργος δεξιά χρονολογείται στην αρχαϊκή εποχή, 
ενώ ο αριστερός είναι βυζαντινός.


The third gate mainly still consists of extended parts of archaic masonry of the 4th Century BC. The flanking tower on the right (south) constitutes the most important preserved part of that period, in fact partially restored in the Byzantine era. The, particularly impressive, opposite flanking tower is Byzantine. The artillery-ports of the parapet are Venetians. The gate itself is also Byzantine, made of the archaic stone-blocks in second hand. The most of the rest of the wall and the mural towers of this defense line are Byzantine, based on the wall of the 4th Century.
The rest of the fortifications of Acrocorinthos is also based on the archaic walls with many additions, mainly completed by the Venetians.


Acrocorinthos, the donjon of the castle, southwest view, 
high-positioned entrance and absence of openings.
Ακροκόρινθος, ο ακρόπυργος του κάστρου, νοτιοδυτική άποψη. 
Υπερυψωμένη εξώθυρα και απουσία ανοιγμάτων.


Nevertheless, standing behind the third gate, the tour has not finished yet, even though the place is almost empty anymore. The recently restored donjon of the fortress is waiting for us, standing on the southwest top of the fortified area, as an eagle-nest. It was the last shelter for the guard and the lord or the castellan, in case of invasion. The three-storey, lone standing tower is strong-built and surrounded by a small enclosure, actually armed with an individual defense system. The high-positioned entrance is placed on the most protected side, while on the basement a cistern can be found. Due to these components the tower was able to resist to a siege, even the attackers had already entered to the rest fortress. Such a type of arrangement perhaps refers to the military, medieval, western architecture, even though there is evidence that it was also known to the Byzantines, therefore the tower can be dated in the Frankish rule period of Acrocorinthos, around the 13th Century. The tower can be visited. The view from its flat roof is amazing to the plain, to the gulf and to the opposite mountains.


The internal space of the donjon.
Στο εσωτερικό του ακρόπυργου.



The donjon had its own individual defense system. Its enclosure is discerned.
Ο ακρόπυργος διέθετε αυτόνομο σύστημα οχύρωσης. Διακρίνεται ο περίβολος.


In the today empty internal space of Acrocorinthos only a few buildings can be spotted, remains of the once flourishing settlement. In the south of the third gate a typical Turkish fountain is preserved, while in front of the northernmost tower of the third line, the remnants of a three-isled church are discerned, dated at the end of the 17th Century, start of the 18th Century. Within the third enclosure the church, dedicated to Saint Demetrios, is preserved in good condition, maybe belonging to the 17th Century. Walking to the northeast an Ottoman mosque can be found, which is coincided with Beyzade or Ahmed Pasha mosque (15th-17th Century). In the south of the mosque, an underground Byzantine cistern is preserved, and next to it the remains of a minaret, once belonging to the mosque of the Sultan, Mehmed II.


Acrocorinthos, Saint Demetrios church, 17th Century.
Ακροκόρινθος, ο ναός του Αγίου Δημητρίου, 17ος αιώνας.



Ottoman mosque in Acrocorinthos. It coincides with Beyzade or Ahmed Pasha mosque (15th-17th Century).
Οθωμανικό τέμενος που ταυτίζεται με εκείνο του Μπεηζαντέ ή Αχμέντ Πασά (15ος-17ος αιώνας).


The archaeological site of Acrocorinthos is closing early in the evening, about 16:00 o’ clock and there is not canteen or something similar there, so our advice is, wear hiking shoes and take your water supplies or everything else you think that you will need, because the walking is long, the paths are very steeping, and the sun during the summer months is very hot. Nevertheless, the place is high and sometimes the cool breeze makes the weather conditions better.


Acrocorinthos, breathtaking view from the roof of the donjon. The third defense line is discerned, as well as the preserved buildings from the once existed settlement.
Ακροκόρινθος, η θέα από το σημείο που βρίσκεται ο ακρόπυργος κόβει την ανάσα. Επίσης διακρίνεται η τρίτη ζώνη οχύρωσης του κάστρου, καθώς και τα σωζόμενα κτήρια από τον οχυρωμένο οικισμό. 


Acrocorinthos, general view from the west. The three defense lines are discerned, 
on the right the ditch of the fort.
Ακροκόρινθος, γενική άποψη από τα δυτικά. Διακρίνονται οι τρείς ζώνες οχύρωσης, δεξιά η τάφρος. 

Standing on the roof of the donjon, if we turn to the south, one more castle is discerned. In fact, someone can discern it only if he knows the exact site. But he can try the opposite; visiting this castle and trying to discern Acrocorinthos is much easier. We are talking about the Agionori castle, situated also in Corinth prefecture. Agionori castle is a small medieval fortress, recently and carefully restored, spending just 500.000 euros, that means, almost a wealthy residence in an Athenian suburb!


The medieval castle of Agionori (13th-14th Century), south view, 
on the left the donjon of the castle is discerned.
Μεσαιωνικό κάστρο Αγιονορίου (13ος-14ος αιώνας), νότια άποψη, 
αριστερά διακρίνεται ο ακρόπυργος του κάστρου.


Visual contact with Acrocorinthos from the parapet of the donjon (middle of the image).
Από το κορφάρι του ακρόπυργου του κάστρου διακρίνεται ο Ακροκόρινθος (στο μέσο της εικόνας).

It is dated in the Frankish rule period of the Peloponnese, 13th-14th Century, gradually built, following a pre-planned building project, in order to secure the control of the ancient passage from Corinth prefecture to Argolis prefecture. Today, the castle consists of the enclosure, preserved in its entire length, two square integer towers (after the restoration), three more towers preserved in the height of the enclosure, the remains of a cistern, and some totally ruined assistant buildings, as well as the gate-way and its defense system.
The castle is standing on the edge of the cliff, where the gate and its bastion were placed for additional protection. The access to the 680 m high hill is allowed via the south-southeast side, where the aspiring invaders would firstly face the donjon of the castle. The path to the gate is passing on the foot of the enclosure, and if they managed to cross the whole distance next to the walls, where they were being attacked from the battlements and the loop-holes, they would have to fight in order to occupy the gate, standing on the narrow path, between the walls and the cliff, in front of the gate bastion; probably it was a hard situation.


Agionori, the defense sytem of the gate. In fact, the gate was double, 
while was also protected be the flanking tower on the left.
\Αγιονόρι, το σύστημα οχύρωσης της πύλης. Η πύλη ουσιαστικά ήταν διπλή, 
ενώ προστατευόταν από τον εξέχον πύργο αριστερά. 



Agionori, anyone, who managed to reach in front of the main gate, had to face the donjon.
Αγιονόρι, όποιος κατάφερνε να φθάσει έμπροσθεν της κυρίως πύλης είχε να αντιμετωπίσει τον ακρόπυργο.

Around the castle, remains and remnants of buildings, some of them built as megalithic structures (made by huge stones), and churches can be discerned. Only the church of Saint Anargyroi (1323) is preserved in a good condition. The ruined church of Saint George, dated in the late Byzantine period, is also interesting. The remains probably belonged to the Byzantine settlement. This settlement could be fortified, and, the most likely, the citadel would occupy the site of the today castle. According to the sources, Franks captured a castle in Agionori, when besieged Acrocorinthos (1205-1210).
The site can be visited without entrance fee, as well as both restored towers. The higher tower was the keep (donjon) of the castle, and the first sight of anyone, who crosses the gate-way.


Within the enclosure, view from the parapet of the donjon.
Άποψη του εσωτερικού του περιβόλου από το κορφάρι του ακρόπυργου.


The late Byzantine church of Saint George, standing outside the enclosure of the castle.
Ο υστεροβυζαντινός ερειπωμένος ναός του Αγίου Γεωργίου έξω από τον περίβολο του κάστρου. 

These are some of the most significant monuments of Corinth prefecture. Driving back to Athens, we would suggest to take a last look of Acrocorinthos, as well as a look of the canal as the car is moving on the highway-bridge above it. They would be the best last impressions of the place.


Η Κορινθία είναι ο πρώτος νομός που θα συναντήσει κανείς, οδηγώντας από την Αθήνα προς τα δυτικά. Οπότε προφανώς μιλάμε για  την πύλη της Πελοποννήσου, αλλά και το μέρος όπου κάποτε άκμασε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Αρχαίας Ελλάδας. Τα κεραμικά της Κορίνθου ήταν γνωστά και περιζήτητα σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και μία από τις κύριες αιτίες ακμής της πόλης-κράτους. Ωστόσο, η πρώτη εντύπωση του επισκέπτη από την περιοχή είναι εκείνος ο ψηλός απόκρημνος βράχος, καθώς είναι ορατός από ιδιαίτερα μεγάλη απόσταση. Πρόκειται για τον τρομερό Ακροκόρινθο, την ακρόπολη της αρχαίας Κορίνθου. Η Κορινθία ανέκαθεν υπήρξε ένα πραγματικό σταυροδρόμι λαών για πάρα πολλούς αιώνες. Οι περισσότεροι από αυτούς τους λαούς άφησαν τα ίχνη τους. Έτσι, ο σημερινός επισκέπτης έχει την ευκαιρία να επισκεφθεί, αρχαία μνημεία της κλασικής αρχαϊκής εποχής, της ρωμαϊκής εποχής, μεσαιωνικά κάστρα, αλλά και νεότερες κατασκευές, όπως τον περιβόητο Ισθμό της Κορίνθου. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να γνωρίσουμε μερικά από αυτά τα μνημεία, και παράλληλα την ιστορία της περιοχής.

Ο Ισθμός της Κορίνθου είναι ουσιαστικά το γεωγραφικό σημάδι ότι εισερχόμαστε στην Πελοπόννησο οδικώς. Πρόκειται για ένα πραγματικά εντυπωσιακό έργο που κόβει την ανάσα. Κατασκευάστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα, χωρίζοντας οριστικά την Πελοπόννησο από την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα, κάνοντας την ίδια στιγμή πραγματικότητα ένα όνειρο 2.300 ετών περίπου. Πόσοι βασιλιάδες, τοπικοί άρχοντες και αυτοκράτορες που πέρασαν από αυτό τον τόπο ή τον είχαν υπό την εξουσία τους δεν προσπάθησαν να κάνουν αληθινή τη ζεύξη του Σαρωνικού με τον Κορινθιακό κόλπο; Το έργο τελείωσε το 1893 μετά από 11 χρόνια εργασιών, συντομεύοντας τις θαλάσσιες διαδρομές, αφού τα καράβια δεν υποχρεούνταν πια να πλεύσουν γύρω από την Πελοπόννησο. Θεωρείται σημαντικό επίτευγμα, ειδικά για την περίοδο που κατασκευάστηκε, αν και αξίζει να σημειωθεί ότι οι κατασκευαστικές μέθοδοι και τα μέσα δεν είχαν αλλάξει ιδιαίτερα από την αρχαιότητα, ουσιαστικά ακόμα βασιζόμενα στη χειρωνακτική εργασία. Το μήκος του έργου είναι 6.4 χλμ, το πλάτος 24.6 μέτρα και το ύψος των τοιχωμάτων περίπου 100 μέτρα. Δούλεψαν 2.500 εργάτες εξορύσσοντας περίπου 12.000.000 μ3 χώματος. Ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει το έργο από την ειδική πεζογέφυρα, δίπλα στην παλαιά εθνική οδό, ευρισκόμενος ουσιαστικά πάνω από το κενό. Κατά την αρχαιότητα, συγκεκριμένα τον 6ο αιώνα π.Χ., είχε κατασκευαστεί ένας πλακόστρωτος δρόμος, η διολκός, από τον οποίο μεταφέρονταν στην απέναντι ακτή μικρά καράβια, συνήθως πολεμικά, πάνω σε τροχήλατο όχημα ή αλλιώς… καράβια βγήκαν στην στεριά! Σύμφωνα με τις πηγές, η διολκός χρησιμοποιήθηκε με τον ίδιο τρόπο τουλάχιστον ως τον 9ο αιώνα μ.Χ. Σημειώνουμε δε, ότι ο Ισθμός βρίσκεται πολύ ψηλά στη λίστα με τους τόπους που επισκέπτονται οι ξένοι επισκέπτες στη χώρα μας. Μάλιστα υπάρχουν αναφορές ότι είναι ο δεύτερος μετά την Ακρόπολη των Αθηνών.

Δεύτερος σταθμός του ταξιδιού μας είναι ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Κορίνθου, χτισμένη ουσιαστικά κάτω από τον βράχο του Ακροκόρινθου. Η περιοχή κατοικήθηκε ήδη από την νεολιθική εποχή (6500-3250 π.Χ.). Άκμασε ιδιαίτερα τους 7ο και 6ο αιώνες π.Χ., αλλά από το τέλος του 6ου αιώνα και την έναρξη της ακμής των Αθηνών, ειδικά από το τέλος των περσικών πολέμων, η Κόρινθος άρχισε να παρακμάζει. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο πολέμησε στο πλευρό της Σπάρτης. Η πόλη κατελήφθη από τους Μακεδόνες το 337 π.Χ. ως το 243 π.Χ. Μετά τη μάχη της Λευκόπετρας το 146 π.Χ. μεταξύ Ρωμαίων και Ελλήνων, η πόλη καταστράφηκε από τους Ρωμαίους ολοσχερώς. Επανιδρύθηκε το 44 μ.Χ. από τον Ιούλιο Καίσαρα, ως ένας ιδιαίτερα πολυτελής τόπος κατοικίας.
Κατά την βυζαντινή περίοδο, τον 7ο και 8ο αιώνα, η πόλη εγκαταλείφθηκε και οι κάτοικοι κλείστηκαν στην ασφάλεια του Ακροκόρινθου, όπου εντός των τειχών του αναπτύχθηκε μία οχυρωμένη πολιτεία. Περίπου το 15ο αιώνα, ίσως στο τέλος αυτού, η κάτω πόλη κατοικήθηκε και πάλι. Το 1458 ξεκινά η Τουρκοκρατία για την περιοχή η οποία θα διαρκέσει ως το 1823, όταν το κάστρο παραδίδεται στους Έλληνες. Ενδιάμεσα βέβαια έχουμε την Β΄ Ενετοκρατία της Πελοποννήσου, την περίοδο 1687-1715.
Η πόλη είναι επίσης γνωστή για την επίσκεψη και παραμονή του Απόστολου Παύλου στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. Ο Παύλος έμεινε στην Κόρινθο για περίπου 1.5 χρόνο, ιδρύοντας πολυπληθή χριστιανική εκκλησία, πριν φύγει για την Έφεσο. Συνέχισε να επικοινωνεί με τους χριστιανούς της Κορίνθου μέσω επιστολών, οι οποίες έμειναν γνωστές ως προς Κορινθίους.
Σήμερα, πρόκειται για έναν εκτεταμένο αρχαιολογικό χώρο, όπου τα πιο σημαντικά μνημεία που θα συναντήσουμε είναι τα εξής: Η κρήνη Πειρήνη, ο δωρικός ναός του Απόλλωνα (6ος αιώνας π.Χ.), μέρος του οποίου καταστράφηκε όταν χτίστηκε η κατοικία του Τούρκου Πασά της Πελοποννήσου, το γνωστό ως Βήμα του Απόστολου Παύλου, στην πραγματικότητα μία εξέδρα από όπου οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι απευθύνονταν στο πλήθος, η κρήνη Γλαύκη, το μη ανασκαμμένο ακόμα αρχαίο θέατρο, ο ναός Ε΄, ένα από τα καλύτερα σωζόμενα δείγματα Ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής και το ανεσκαμμένο τμήμα της οδού Λεχαίου, η οποία οδηγούσε από την αγορά στο λιμάνι του Λεχαίου. Πριν εγκαταλείψετε το χώρο, σταθείτε στο τέλος της οδού Λεχαίου και κοιτάξτε πίσω. Η θέα προς τον Ακροκόρινθο είναι μοναδική. Άλλωστε ο επιβλητικός αυτός βράχος είναι ο επόμενός μας προορισμός. 

Ο Ακροκόρινθος, όπως ήδη αναφέρθηκε, ήταν η ακρόπολη της αρχαίας πόλης. Από τον απόκρημνο βράχο του ατένιζε ολόκληρη την γύρω περιοχή, αποτελώντας το ισχυρότερο σημείο των οχυρώσεων της Κορίνθου. Ένα κάστρο που παρέμεινε σε λειτουργία για περίπου 25 αιώνες.
Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, ο Ακροκόρινθος ήταν ήδη σε χρήση κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. Η ιστορική πορεία του κάστρου είναι βέβαια στενά συνδεδεμένη με εκείνη της κάτω πόλης. Μέσα στους αιώνες οι οχυρώσεις επισκευάστηκαν, συμπληρώθηκαν και ενισχύθηκαν πολλές φορές, συχνά με χρήση του ιδίου οικοδομικού υλικού. Η πρώτη βυζαντινή ενίσχυση των τειχών πρέπει μάλλον να τοποθετηθεί την περίοδο του Ιουστινιανού (6ος αιώνας μ.Χ.), κατά την οποία είναι γνωστό ότι οχυρώθηκε και το στενό πέρασμα στην Πελοπόννησο από την Στερεά Ελλάδα. Άλλωστε ο Ιουστινιανός δεν θα μπορούσε να παραβλέψει τον Ακροκόρινθο, τη στιγμή που διεκπεραίωνε ένα μεγάλο και φιλόδοξο σχέδιο κτίσης και επισκευής κάστρων σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.
Από τον 9ο αιώνα ο Ακροκόρινθος είναι πρωτεύουσα του βυζαντινού Θέματος της Πελοποννήσου. Κατά τον 10ο αιώνα, οι Βούλγαροι θα αποκρουστούν δύο φορές μπροστά στα τείχη του, αλλά το 1147, λόγω ολιγωρίας των αμυνομένων, οι Νορμανδοί θα αλώσουν το κάστρο. Το 1210, μετά την πρώτη πτώση της Κωνσταντινούπολης (1204), ξεκινά η Φράγκικη περίοδος του Ακροκόρινθου. Χρειάστηκαν 5 έτη πολιορκίας για να πέσει και ο βυζαντινός άρχοντας του κάστρου, Λέων Σγουρός, να πέσει έφιππος από τα τείχη στο κενό. Οι Φράγκοι κράτησαν το κάστρο ως το 1398, περίοδο κατά την οποία άλλαξε συχνά χέρια μεταξύ των Δυτικών που λυμαίνονταν τον ελλαδικό χώρο, όταν περνά πάλι στους Βυζαντινούς. Μετά από δύο χρόνια πουλήθηκε στους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη (1400-1404), αλλά σύντομα ξαναγυρνά στην εξουσία των Βυζαντινών. Το 1458 καταλαμβάνεται από τους Τούρκους, η εξουσία των οποίων θα διαρκέσει ως το 1823, με ένα μικρό διάλειμμα κατά την Β΄ Ενετοκρατία της Πελοποννήσου (1687-1715).
Το σχήμα των οχυρώσεων ουσιαστικά παρέμεινε σε γενικές γραμμές ίδιο από την εποχή της κλασικής αρχαιότητας ως σήμερα, παρά τις πολλές επεμβάσεις. Στην αρχαιότητα τα τείχη του ενώνονταν με εκείνα της αρχαίας πόλης. Μόνο κατά την επίσκεψη, μπορεί να γίνει αντιληπτό το μέγεθος των οχυρώσεων και βέβαια η έκταση που καλύπτουν. Το ιδιαίτερα απόκρημνο πρανές του βραχώδους λόφου δίνει πρόσβαση μόνο από τη δυτική πλευρά. Τρεις επάλληλες ζώνες οχύρωσης έφραζαν το δρόμο του επίδοξου εισβολέα, με ισάριθμες βαριά οχυρωμένες πύλες.
Η πρώτη γραμμή άμυνας συνέπιπτε με τη σημερινή δεύτερη ζώνη οχύρωσης. Πιο πίσω ήταν η κύρια γραμμή άμυνας που συνέπιπτε με την σημερινή τρίτη ζώνη οχύρωσης, αρχικά χτισμένη μάλλον τον 4ο αιώνα π.Χ.
Η πρώτη πύλη και η πρώτη ζώνη οχύρωσης με τον πύργο χρονολογούνται, όπως μαρτυρούν η τοιχοποιία και η μορφολογία (τοιχοποιία με κλίση στη βάση και επάλληλες καμπύλες βαθμίδες), τον 14ο αιώνα, ενώ οι δύο ακραίοι προμαχώνες με την άψογη τοιχοποιία από τετραγωνισμένους πωρόλιθους είναι ενετικοί, όπως και η ξηρή τάφρος (τέλη 17ου-αρχές 18ου αι).
Η δεύτερη πύλη έχει δύο σαφώς διακεκριμένες χρονολογικές φάσεις. Το χαμηλότερο επίπεδο με τους ορθογωνισμένους πωρόλιθους, το διπλό cordone (εξέχουσα κατασκευή που μιμείται κορδόνι) που περιβάλει την τοξωτή πύλη και η τετράγωνη κόγχη την οποία κοσμούσε ως το 1874 ο Λέοντας της Βενετίας, συνηγορούν στην απόδοση της πρόσοψης στην εποχή της Ενετοκρατίας. Ενετικές πρέπει να θεωρηθούν και οι επάλξεις στο δεύτερο όροφο. Ο δεύτερος όροφος ανάγεται στον 10ο αιώνα, άρα η όλη κατασκευή είναι βυζαντινή και η πρόσοψη απλώς ανακατασκευάστηκε από τους Ενετούς. Μετά την πύλη δεξιά υπάρχει άνοιγμα στο έδαφος που οδηγεί σε υπόγειο πέρασμα το οποίο βγάζει στην πλαγιά, ώστε να είναι δυνατή η επικοινωνία των δύο πρώτων περιβόλων χωρίς να ανοίξει η ενδιάμεση πύλη. Ο μεγάλος τετράγωνος πύργος που πλαισιώνει δυτικά την δεύτερη πύλη είναι ενετικός.
Στην τρίτη πύλη συναντάμε εκτεταμένα τμήματα κλασικής τοιχοποιίας του 4ου π.Χ. αιώνα. Ο πύργος δεξιά της πύλης (νότια) αποτελεί το σημαντικότερο κατάλοιπο της κλασικής οχύρωσης του Ακροκόρινθου, καθώς ολόκληρη η πρόσοψη είναι αρχαία, μερικώς επισκευασμένη βέβαια στα βυζαντινά χρόνια. Ο αριστερός πύργος (βόρειος), μία ιδιαίτερα εντυπωσιακή κατασκευή, είναι βυζαντινός. Οι κανονιοθυρίδες της επίστεψης είναι ενετικές. Η ίδια η πύλη είναι βυζαντινή, από αρχαίους δόμους σε δεύτερη χρήση. Ο κύριος όγκος της τρίτης οχύρωσης είναι βυζαντινός με βάση το τείχος του 4ου π.Χ. αιώνα, συμπληρωμένος όμως από τους Ενετούς.
Το υπόλοιπο τείχος βασίζεται στο αρχαϊκό, και οι ενδιάμεσοι προμαχώνες είναι δημιουργήματα διαφόρων εποχών.
Ωστόσο, περνώντας και την τρίτη ζώνη οχύρωσης, παρά το ότι ο τόπος θυμίζει άδειο κέλυφος, η περιήγηση δεν έχει τελειώσει. Ο πρόσφατα αποκατεστημένος ακρόπυργος του φρουρίου, χτισμένος σαν αετοφωλιά στην νοτιοδυτική κορυφή του οχυρωμένου χώρου, μας περιμένει. Ήταν το τελευταίο καταφύγιο της φρουράς και του άρχοντα του κάστρου σε περίπτωση άλωσης των τειχών. Πρόκειται για έναν ισχυρό πύργο, τριών στάθμεων, περιτριγυρισμένο από οχυρό περίβολο, ουσιαστικά εξοπλισμένο με το δικό του αυτόνομο αμυντικό σύστημα. Η εξώθυρα είναι υπερυψωμένη και τοποθετημένη στην πιο προστατευμένη όψη, ενώ στο υπόγειο υπάρχει δεξαμενή, ώστε να εξασφαλίζεται αυτάρκεια νερού. Λόγω αυτών των στοιχείων, ο πύργος μπορούσε να οχυρωθεί αυτόνομα, ακόμα και σε περίπτωση κατάληψης του υπόλοιπου κάστρου. Μία τέτοιου τύπου οχυρή διάταξη προφανώς αποτελεί αναφορά στη δυτική στρατιωτική αρχιτεκτονική του μεσαίωνα, αν και υπάρχουν στοιχεία που δηλώνουν ότι τέτοιου είδους πρακτικές δεν ήταν άγνωστες στους Βυζαντινούς, άρα το μνημείο, μάλλον, θα πρέπει να χρονολογηθεί στην φράγκικη περίοδο του Ακροκόρινθου, γύρω στον 13ο αιώνα. Ο πύργος, μετά το πέρας των πρόσφατων εργασιών, είναι επισκέψιμος. Η θέα από το δώμα προς τα βόρεια, τον κάμπο, τον Κορινθιακό κόλπο και τα απέναντι βουνά της Στερεάς Ελλάδας κόβει την ανάσα, αποζημιώνοντας τον επισκέπτη για το δύσκολο και ανηφορικό μονοπάτι που διένυσε για να φθάσει εκεί.
Δυστυχώς, ελάχιστα κτήρια σώζονται σήμερα στο εσωτερικό του κάστρου από τον κάποτε ακμάζων οικισμό. Νότια της τρίτης πύλης θα συναντήσουμε μία κλασικού τύπου οθωμανική βρύση, ενώ έμπροσθεν του βορειότερου πύργου της τρίτης ζώνης σώζονται τα ερείπια τρίκλιτου ναού που χρονολογείται στο τέλος του 17ου, αρχές 18ου αιώνα. Στον τρίτο περίβολο σώζεται ακέραιος ο ναός του Αγίου Δημητρίου που ανήκει μάλλον στον 17ο αιώνα. Συνεχίζοντας προς τα βορειοανατολικά θα συναντήσουμε ένα οθωμανικό τέμενος, το οποίο ταυτίζεται με το τέμενος Μπεηζαντέ ή Αχμέντ Πασά (15ος-17ος αιώνας). Νότια του τεμένους υπάρχει υπόγεια βυζαντινή δεξαμενή και στον ίδιο χώρο το υπόλειμμα μιναρέ που κάποτε ανήκε στο τζαμί του Σουλτάνου, Μωάμεθ Β΄.
Ο αρχαιολογικός χώρος του Ακροκόρινθου κλείνει σχετικά νωρίς, περίπου στις 16:00. Επίσης δεν υπάρχει κάποια καντίνα ή κάτι παρόμοιο (εκτός από μία ταβέρνα πιο πέρα), έτσι η συμβουλή μας είναι να προμηθευτείτε νερό ή οτιδήποτε άλλο πιστεύετε ότι θα χρειαστείτε, καθώς ο ήλιος τους καλοκαιρινούς μήνες δεν αστειεύεται, παρά το ότι, λόγω υψομέτρου, το αεράκι κάποιες φορές κάνει τα πράγματα καλύτερα. Ακόμα, δεν πρέπει να ξεχάσετε ότι χωρίς το κατάλληλο παπούτσι τα πράγματα θα είναι δύσκολα, λόγω του ανώμαλου εδάφους και των ανηφορικών μονοπατιών, αν και κάποτε λόγω τραυματισμού ανεβήκαμε ως τον ακρόπυργο με… σαγιονάρα στο ένα πόδι!
Ευρισκόμενοι στο δώμα του ακρόπυργου, αν κοιτάξουμε προς το νότο, μπορούμε να διακρίνουμε ένα ακόμα κάστρο. Βέβαια, στην πραγματικότητα πρέπει να ξέρουμε το ακριβές σημείο για να το κάνουμε αυτό. Όμως, μπορούμε κάλλιστα να κάνουμε το αντίθετο. Δηλαδή να επισκεφθούμε το δεύτερο αυτό κάστρο από όπου είναι πολύ πιο εύκολο να διακρίνουμε τον Ακροκόρινθο. Πρόκειται για το κάστρο στο Αγιονόρι, επίσης στα όρια του νομού Κορινθίας. Το Αγιονόρι (εκτός από οικισμός) είναι ένα μικρό μεσαιωνικό κάστρο, πρόσφατα αποκατεστημένο με ιδιαίτερη φροντίδα. Κατά την αποκατάσταση μάλιστα ξοδεύτηκαν μόλις 500.000 ευρώ, τη στιγμή που τόσα περίπου χρειάζονται για την αγορά μίας πολυτελούς κατοικίας σε κάποιο προάστιο της Αθήνας, χωρίς βέβαια να υποστηρίζουμε ότι δεν υπάρχουν και πολύ ακριβότερες κατοικίες.
Το κάστρο χρονολογείται στην Φραγκοκρατία, 13ος-14ος αιώνας. Φαίνεται να χτίστηκε σταδιακά, βάσει όμως ενιαίου σχεδιασμού, με σκοπό να ασφαλίσει το αρχαίο πέρασμα από την Κορινθία στην Αργολίδα. Το συγκρότημα αποτελείται από τον περίβολο, οποίος σώζεται σε ολόκληρο το μήκος του, δύο τετράγωνης διατομής πύργους, ακέραιους πια μετά τις πρόσφατες εργασίες, τρείς ακόμα πύργους σωζόμενους ως το ύψος του περιβόλου, τα υπολείμματα μία στέρνας, τα ερείπια από μερικά ολικώς καταστραμμένα βοηθητικά κτήρια, καθώς και την πύλη με το αμυντικό της σύστημα.
Το συγκρότημα στέκεται στην άκρη του γκρεμού, με την πύλη και τον προμαχώνα της τοποθετημένα ακριβώς από εκείνη την πλευρά, νότια-νοτιοανατολικά, για επιπρόσθετη προστασία. Η πρόσβαση στον ύψους 680 μέτρων λόφο επιτρέπεται από την αντίθετη πλευρά, βόρεια-βορειοδυτικά, εκεί που ο επίδοξος εισβολέας θα αντίκρυζε πρώτα τον ακρόπυργο του κάστρου. Το μονοπάτι για την πύλη περνούσε ακριβώς κάτω από τα τείχη, έτσι αν κάποιος κατάφερνε να περάσει αλώβητος την απόσταση αυτή, ενώ βαλλόταν από τα τείχη, έπρεπε να πολεμήσει ώστε να αλώσει την πύλη σε έναν στενό χώρο μεταξύ των τειχών και του γκρεμού, έμπροσθεν του προμαχώνα.
Γύρω από το κάστρο υπάρχουν ερείπια κτηρίων και ναών, μερικά από αυτά μάλιστα μεγαλιθικά. Μόνο ο ναός των Αγίων Αναργύρων (1323) σώζεται ακέραιος. Ενδιαφέροντα είναι και τα ερείπια του ναού του Αγίου Γεωργίου, χρονολογημένου στην ύστερη βυζαντινή περίοδο. Τα ερείπια προφανώς ανήκουν σε οχυρωμένο βυζαντινό οικισμό, του οποίου η ακρόπολη καταλάμβανε το χώρο που στέκει σήμερα το κάστρο. Άλλωστε σύμφωνα με τις πηγές, οι Φράγκοι όσο πολιορκούσαν τον Ακροκόρινθο (1205-1210) κατέλαβαν κάστρο στο Αγιονόρι (Ενόριον).
Το κάστρο είναι επισκέψιμο, χωρίς είσοδο, όπως επίσης και οι δύο αποκατεστημένοι πύργοι. Ο ψηλότερος από τους δύο αποτελούσε τον ακρόπυργο του κάστρου, ενώ ήταν η πρώτη εντύπωση του νεοεισερχόμενου στον περίβολο.

Κάπου εδώ όμως ήρθε η ώρα να γυρίσουμε πίσω. Δεν είναι εύκολο να προφθάσει κανείς να επισκεφθεί όλους αυτούς τους χώρους μέσα σε μία ημέρα, πιθανώς μόνο αν ξεκινήσει πολύ πρωί και με πολύ όρεξη.
Αφήνοντας την περιοχή πίσω σας μην παραλείψετε να στρέψετε το βλέμμα μία τελευταία φορά προς τον βράχο του Ακροκόρινθου, όπως επίσης και να ρίξετε μία ματιά κάτω στον Ισθμό καθώς το όχημα θα περνά από τη γέφυρα της νέας εθνικής οδού. Θα είναι οι καλύτερες τελευταίες εντυπώσεις από το μέρος.