κείμενο - φωτογραφίες, text - images: Babis Pavlopoulos, iconstravel photography
γλώσσα, languages: Ελληνικά, English
Συρράκο, καθολική κυριαρχία της λαξευτής πέτρας.
Syrraco settlement, well-carved stone totally
dominates the place.
Αν μη τι άλλο, αυτό που χαρακτηρίζει τη χώρα μας είναι η
ποικιλότητα. Ειδικά στο φυσικό περιβάλλον, το οποίο μπορεί να διαφοροποιείται
ακόμα και μέσα στην ίδια περιοχή. Το ίδιο συμβαίνει βέβαια και με το δομημένο
περιβάλλον. Για την ακρίβεια, συνέβαινε με την παραδοσιακή μας αρχιτεκτονική,
καθώς όταν την διαλύσαμε τα κάναμε όλα ίδια. Και πως αλλιώς θα μπορούσε δηλαδή
να συμβαίνει, όταν η σχέση του περιβάλλοντος, φυσικού και δομημένου είναι τόσο
στενή. Όσο όμως και να προσπαθήσαμε δεν καταφέραμε να τα εξαφανίσουμε όλα. Ένας
ανέλπιστα ικανός αριθμός οικισμών επιβίωσε, αν όχι ανέπαφοι, τουλάχιστον σε
αξιοπρεπή κατάσταση. Πολλοί από αυτούς είναι πασίγνωστοι, εξέλιξη στην οποία
μεγάλο ρόλο έπαιξε ο τουρισμός, εσωτερικός και εισαγόμενος, θερινός και
χειμερινός. Στις γραμμές που ακολουθούν δεν θα ασχοληθούμε όμως με τους
πασίγνωστους αυτούς προορισμούς. Το ταξίδι μας θα μας βγάλει σε κάποιους
άλλους, όχι κρυμμένους, δεν υπάρχει πια μέρος που να μπορεί να χαρακτηριστεί
έτσι, αλλά σε μέρη που δεν αποτελούν και την πρώτη επιλογή των τουριστικών οδηγών.
Μέρη που πιθανώς δεν θα τα επισκεφθεί ποτέ κανείς για να δει κάτι συγκεκριμένο,
αλλά απλώς για αυτό που είναι. Τόποι μικροί, τόποι δικοί μας, μικρές
πατρίδες σα να λέμε.
What characterized Greece is diversity. Diversity in
natural environment, but also in the building environment of the previous
centuries. However, both are closely linked. In Greece, the traveler can find
many beautiful settlements, which preserve their traditional architecture, even
though the inevitable invasion of modern building practices. Certainly some of
these settlements are well known, welcoming a large number of travelers.
Nevertheless, in the following lines we will not deal with these places, but
our travel will pass from some others, which are not the first choice of the touristic
guides. Places that are worth to be visited, not for a specific attraction, but
for just what they are, and they are our small places, or something like… little
homes.
Συρράκο, νομός
Ιωαννίνων, Ήπειρος
Το Συρράκο βρίσκεται στο νομό Ιωαννίνων, στα σύνορα με το
νομό Άρτας, στις πλαγιές του όρους Λάκμος (Περιστέρι) και σίγουρα δεν είναι
ένας εύκολος προορισμός. Απέχει από τα Ιωάννινα περίπου 55 χλμ, αλλά ο δρόμος
είναι μία μικρή περιπέτεια. Μία περιπέτεια που πάντως αξίζει να ζήσει κανείς,
καθώς η άγρια ομορφιά του τοπίου είναι πραγματικά ξεχωριστή. Από την Άρτα
απέχει περίπου 107 χλμ και η διαδρομή είναι εξίσου δύσκολη, αλλά και εξίσου
όμορφη.
Στην είσοδο του οικισμού δύο πέτρινα γεφύρια περιμένουν τον
επισκέπτη. Κάπου εκεί μένει και το αυτοκίνητο, καθώς ο οικισμός έχει την
ιδιαιτερότητα να μην είναι δυνατή η κίνηση οχημάτων στο εσωτερικό του. Αυτή η
ιδιαιτερότητα αυτόματα αναβαθμίζει την ομορφιά του, η οποία ούτως ή άλλως είναι
αδιαμφισβήτητη. Υπάρχει όμως και περιφερειακός δρόμος που εξυπηρετεί τα
ψηλότερα σπίτια του οικισμού. Εδώ βέβαια πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό είναι
κάτι πολύ ωραίο για τον επισκέπτη, ακόμα και αν έχει να κουβαλάει τις βαλίτσες
του, αλλά για τους κατοίκους αποτελεί πάντα ένα πρόβλημα.
Το Συρράκο δεν είναι απλώς ένας ακόμα ορεινός οικισμός της
Πίνδου. Γνωρίζουμε ότι το 1480 προσαρτήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όμως η
ίδρυσή του ανάγεται στους προηγούμενους αιώνες, πιθανώς από τον 11ο
αιώνα και μετά. Το όνομα σύμφωνα με τον ιστοριοδίφη Ιωάννη Λαμπρίδη είναι
βλαχικής προέλευσης και σημαίνει έναν άγονο πετρώδη τόπο. Βλαχική είναι και η
καταγωγή των κατοίκων. Η οικονομική δραστηριότητα στον οικισμό έφθασε σε πολύ
υψηλά επίπεδα, βασισμένη στην κτηνοτροφία και στα προϊόντα αυτής. Στο τέλος του
18ου αιώνα το χωριό αριθμούσε γύρω στους 4000 κατοίκους. Οι
Συρρακιώτικες κάπες από κατσικίσιο μαλλί ήταν ξακουστές σε ολόκληρη την Ευρώπη
και η τοπική παράδοση θέλει να τύλιξαν ακόμα και τον στρατό του Ναπολέοντα. Οι
Ευρωπαίοι περιηγητές του 19ου αιώνα μένουν έκπληκτοι κατά την
επίσκεψή τους στο Συρράκο, όταν βρίσκουν εκεί ανθρώπους να μιλούν ξένες
γλώσσες, αλλά και ιταλικές και γαλλικές εφημερίδες. Η εμπορική δραστηριότητα
του κατοίκων έφθανε σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ευρώπης. Τα κέρδη από
την δραστηριότητα αυτή αποτυπώθηκε στην αρχιτεκτονική του οικισμού. Πρέπει να
σημειωθεί ότι το Συρράκο καταστράφηκε κατά την επανάσταση του 1821 από τους
Οθωμανούς και ξαναχτίστηκε λίγα χρόνια μετά. Ενσωματώθηκε στο Ελληνικό κράτος το
1912.
Η παρακμή του οικισμού ξεκινά με την ενσωμάτωση αυτή και
την απαλλοτρίωση των μεγάλων περιουσιών, με αποτέλεσμα να χαθούν τα βοσκοτόπια
για τα κοπάδια. Η ολοκλήρωση της παρακμής ήρθε όταν νέα συνθετικά υλικά
αντικατέστησαν τις μάλλινες κάπες την ίδια περίπου εποχή. Ο τόπος άρχισε να
εγκαταλείπεται και ουσιαστικά μετά τον πόλεμο το Συρράκο είναι ένας οικισμός
φάντασμα. Άλλωστε οι καιροί είχαν αλλάξει και ήταν πολύ δύσκολο να ζεις μέσα
στα βουνά σε ένα πραγματικά απομονωμένο τόπο. Αυτό όμως ακριβώς ήταν που έκανε
δειλά-δειλά κάποιους να επιστρέψουν τις τελευταίες δεκαετίες και το χωριό να
αναστηθεί πάλι. Βέβαια σε αυτήν την εξέλιξη βοήθησε πολύ και η ανάπτυξη του
χειμερινού τουρισμού στη χώρα μας. Στην πρώτη μας επίσκεψη ήταν χειμώνας και
λόγω των χιονιών δεν καταφέραμε να φθάσουμε, αλλά μας είχαν πληροφορήσει ότι
μόνο έναν φύλακα θα βρίσκαμε εκεί.
Το χωριό είναι πράγματι εντυπωσιακό. Αποτελεί έναν σχεδόν
τέλεια διατηρημένο οικισμό με ελάχιστες νεωτερικές προσθήκες. Η πέτρα κυριαρχεί
παντού, στα στενά καλντερίμια, στις τοιχοποιίες βέβαια, αλλά και στις στέγες.
Οι σχιστολιθικές πλάκες που αποκλειστικά καλύπτουν τις Συρρακιώτικες στέγες
είναι μάλιστα το στοιχείο που φαίνεται να προσδίδει αυτή την ομοιογένεια στον
οικισμό. Πράγματι η ομοιογένεια είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της
αρχιτεκτονικής του Συρράκου. Υπάρχουν βέβαια διαφορετικών διαστάσεων κατοικίες,
αλλά ο παρόμοιος τρόπος δόμησης για όλες, δύσκολα αφήνει κάποια να ξεχωρίσει,
ακόμα και τα αρχοντικά σπίτια.
Καθώς ο οικισμός καταλαμβάνει ένα πρανές μεγάλης κλίσης με
κέντρο την πλατεία, το χοροστάσι και
την άλλοτε αγορά, οι δρόμοι ξεκινούν ακτινωτά από το σημείο αυτό, οδηγώντας σε
όλα τα σημεία του οικιστικού συνόλου. Τα καλντερίμια μάλιστα ακολουθούν
ελικοειδή χάραξη ώστε να αποφεύγεται η ανάβαση στο πρανές κατάστηθα. Η συμβουλή
είναι μία όταν κανείς επισκεφθεί το Συρράκο. Αφιερώστε χρόνο να περπατήσετε
ολόκληρο το χωριό, χαρείτε την κυριαρχία της λαξευτής πέτρας, αφήστε το βλέμμα
να χαθεί στην χαράδρα έμπροσθεν του χωριού και όταν βαρεθείτε ο δρόμος οδηγεί
στην πλατεία και σε μία από τις ταβέρνες. Λίγα είναι τα χωριά που έχουν
διασώσει την παραδοσιακή τους μορφή σε τόσο υψηλό βαθμό και πραγματικά, παρά το
απομονωμένο της περιοχής, θα ήταν κρίμα να μη βρει μία θέση σε κάποιο από τα
μελλοντικά σας ταξίδια. Υπάρχουν επίσης και ενδιαφέρουσες πεζοπορικές
διαδρομές, όπως εκείνη που συνδέει το Συρράκο με τους γειτονικούς Καλλαρύτες.
Το Συρράκο είναι η πατρίδα του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη και
του πολιτικού Ιωάννη Κωλέττη, από τους πρώτους που μας νοικοκύρεψαν στον τόπο
αυτό. Το αδελφό χωριό Καλλαρύτες είναι η πατρίδα της οικογένειας Βούλγαρη που
ίδρυσε τον περίφημο οίκο κοσμημάτων BVLGARI.
Το Συρράκο από το 1975 είναι χαρακτηρισμένο ως παραδοσιακός και προστατευόμενος οικισμός.
Syrraco, Ioannina prefecture,
Epirus
Syrraco is located in Ioannina prefecture, northwest
Greece, on the slopes of Lakmos Mt. (Peristeri Mt.) and definitely it is not an
easily accessible destination. The distance from Ioannina, the capital of the
prefecture, is about 55 klm, but the route is a small adventure. However, it is
worth someone to experience this adventure, as the wild beauty of the landscape
is really unique.
Reaching the entrance of the settlement, two stone
arched bridges are waiting for the visitor, and this is the place that the
route for the vehicles stops. The movement of the vehicles inside the
settlement is impossible. This particularity automatically upgrades the beauty
of the settlement, which is unquestionable anyway. There is also a ring road,
giving access to the rest sides of the village.
Syrraco is not just one more mountain settlement on
Pindos range. It is known that in 1480 it was annexed to the Ottoman Empire,
but it definitely established in the previous centuries, maybe from the 11th
Century onwards. The name is originated from the Aromanian (Vlach) language,
meaning a poor and stony place. The inhabitants have also Aromanian origin. The
economic activity reached great prosperity, mainly based on livestock. At the
end of the 18th Century, about 4000 people lived there. The woolen
capes of Syrraco were famous in entire Europe and according to the local
tradition, even the soldiers of Napoleon dressed in them.
The European travelers of the 19th Century
were surprised, when during their visits in the place they found there people
speaking foreign languages, as well as Italian and French newspapers. The
commercial activity of the inhabitants was reaching up almost any large
European city of that period. The profit of this activity reflected on the
architecture of the settlement. Must be noted that Syrraco was destroyed by the
Turks during the Greek national uprising in 1821. It was rebuilt a few years
later. Syrraco was incorporated in the Modern Greek State in 1912.
The decline of Syrraco began after this incorporation,
when the pastures were lost, as the result of the extended properties’ expropriation.
The economic decline was completed when new materials replaced the wool for the
water-resistant capes. The place gradually was abandoned and after the Great
War, Syrraco was almost a ghost settlement. Times had changed and it was very
hard surviving in a really isolated place, surrounded by high mountains. On the
other hand, the isolation of the place was exactly what made people starting return
in last decades, so as the village is for one more time alive. The first time
that we tried to reach up the settlement, due to the snow we did not manage to,
but we were informed that the only one that we would find there was the
guardian.
Syrraco is a really impressive settlement, almost
completely preserved with just a few recent additions. Stone completely
dominates the place. It is the main building material for the alleys, for the
masonries, the fences, and also for the roofs. The slates which exclusively
cover the roofs is the feature, which gives a homogeneity at the settlement.
Actually, the homogeneity is one of the main architectural characteristics of
the settlement. Certainly, houses, built in different dimensions can be found,
but the similar way of building makes hard the separation between each other at
first sight, even the mansions.
The settlement has been developed on a sloping terrain.
The square is the centre, and streets start from this point, leading to
everywhere in the village. The streets follow a helical plan in order the
sloping terrain be faced. The best thing that someone has to do visiting
Syrraco is to spend time wandering in the settlement, enjoying the total
dominance of carved stone constructions and the view to the ravine in front of
the settlement. After the tour, the taverns on the square are waiting.
Syrraco belongs to the category of the settlements,
which have preserved its traditional architecture at really high rate. There
are also interesting hiking trails, such as the one that connects Syrraco with
the nearby settlement of Kalarrytes. This village is the origin place of
Voulgari family, who established BVLGARI jewelry House.
Syrraco is a listed settlement since 1975.
Συρράκο, μερική άποψη του οικισμού προς την πλατεία. Το
μεγάλο κτήριο
που διακρίνεται δεξιά ήταν το σχολείο, το μεγαλύτερο κτήριο του
οικισμού.
Syrraco settlement, partial view to the square. The
massive building that is discerned
on the right was the school, the largest
building in the village.
Συρράκο, μερική άποψη του οικισμού.
Syrraco settlement, partial view.
Φοινικιά, Σαντορίνη,
Αιγαίο Πέλαγος
Είναι απόγευμα πια και οι ορδές των τουριστών αρχίζουν να
κατακλύζουν την Οία για το ηλιοβασίλεμα. Ακολουθούμε αντίθετη πορεία, αφού σε
λίγα λεπτά τα καλντερίμια από ασφυκτικά γεμάτα επισκέπτες θα γίνουν απλώς
αδιάβατα. Λίγο πριν απομακρυνθούμε τελείως από τον χαμό πίσω μας, στρίβουμε
αριστερά. Αφήνουμε το αυτοκίνητο αναγκαστικά στην είσοδο, αφού αυτοκίνητα δεν
κυκλοφορούν στο εσωτερικό και συνεχίζουμε με τα πόδια. Μία διαφορετική
Σαντορίνη μας περιμένει στη Φοινικιά. Η
Φοινικιά είναι ένας μικροσκοπικός οικισμός δίπλα στην Οία, στην σκιά της οποίας
ιδρύθηκε, αναπτύχθηκε, έζησε, ερημώθηκε και ξαναγεννήθηκε. Η αλήθεια είναι ότι
θέλει λίγο ψάξιμο για να τη βρεις, καθώς δεν φαίνεται από το δρόμο αφού είναι
χτισμένη σε χαμηλότερο του δρόμου επίπεδο, σε έναν από τους ποταμούς (οι ευρείες πτυχώσεις ή και
χείμαρροι κάποτε που έχει δημιουργήσει
το νερό της βροχής) του μαλακού ηφαιστειακού εδάφους του νησιού. Ένα έδαφος
στενά συνδεδεμένο με την ιστορία και την αρχιτεκτονική της Σαντορίνης, αφού
αυτό ήταν που την καθόρισε με τις εκρήξεις των ηφαιστείων, την παροχή φθηνής
στέγης, αλλά και οικοδομικού υλικού. Η Φοινικιά είναι ουσιαστικά ένας υπόσκαφος
οικισμός. Δηλαδή, αυτό που φαίνεται δεν είναι πιθανώς ούτε το μισό.
Ο οικισμός αναπτύχθηκε την περίοδο της ακμής της ναυτιλίας για
το νησί, 18ος και 19ος αιώνας. Εκεί δημιουργήθηκαν οι κάναβες των καπετανέων της Οίας, τα
οινοποιεία δηλαδή, όπως τα λένε εκεί. Χώροι σκαμμένοι μέσα στο μαλακό
ηφαιστειακό έδαφος, την άσπα, όπου γεννιόταν, ωρίμαζε και φυλασσόταν το κρασί.
Άλλωστε, καθώς είναι χτισμένη πίσω ουσιαστικά από την καλντέρα, αλλά σε
παρόμοιο με της Οίας υψόμετρο, έχει θέα χαμηλά στον κάμπο με τους αμπελώνες της
Πάνω Μεριάς. Και τι θέα! Εκεί λοιπόν ζούσαν οι αγρότες που καλλιεργούσαν τα
αμπέλια και έφτιαχναν το κρασί για τους καπετανέους και πλοιοκτήτες. Έσκαψαν το
έδαφος μέσα στον ποταμό και κάποιες φορές έχτισαν και ένα μικρό
κτίσμα ως προθάλαμο. Όταν ήθελαν περισσότερο χώρο, απλώς έσκαβαν πιο βαθιά στο
έδαφος. Στην ακμή του οικισμού υπήρχαν περίπου 150-200 κάναβες. Με τον καιρό, όσο επεκτεινόταν υπογείως, το ίδιο
συνέβαινε και υπό το φως του ήλιου, για να δημιουργηθεί τελικά ένας οικισμός με
όλα τα χαρακτηριστικά της Σαντορινιάς αρχιτεκτονικής. Μία αρχιτεκτονική μικρής
κλίμακας, εδώ, η οποία ευτυχώς καταφέρνει και επιβιώνει. Η ερήμωση του οικισμού ξεκίνησε μετά τον
πόλεμο όταν άλλαξαν τα δεδομένα στην παγκόσμια ναυτιλία. Το τελειωτικό χτύπημα
ήρθε με το σεισμό του 1956 που έφερε πραγματικά τρομακτικές καταστροφές στη
Σαντορίνη. Οι περισσότερες κατοικίες και οι κάναβες
εγκαταλείφθηκαν. Τη δεκαετία του 70 άρχισε ο κόσμος να επιστρέφει και κάποια
κτίσματα σταδιακά να αποκαθίστανται.
Σήμερα η Φοινικιά αποτελεί έναν παραδοσιακό οικισμό
αξεπέραστης γοητείας, με αποκατεστημένες τις παλιές κατοικίες, αλλά πολύ συχνά
και τους υπόσκαφους χώρους. Σίγουρα οι νεωτερικές μέθοδοι και υλικά που
εισέβαλαν στο νησί μετά το σεισμό είναι παρούσες και εδώ, αλλά ο οικισμός
καταφέρνει να διατηρεί τα, τόσο ιδιαίτερα στη Σαντορίνη, παραδοσιακά του
στοιχεία.
Ο επισκέπτης δεν θα χρειαστεί πάνω από μισή ώρα να την
περπατήσει, αλλά θα χρειαστεί πολλές ώρες για να την ευχαριστηθεί. Η θέα προς
τον κάμπο και το πέλαγο είναι πανέμορφη, ενώ ουσιαστικά εδώ προσφέρεται μία
Σαντορίνη σαφώς πιο ήσυχη και πιο αυθεντική, χωρίς να λείπει τίποτα από τα
χρώματα, τις εικόνες και τις αισθήσεις.
Ενδιαφέρουσα είναι και η εκκλησία του χωριού, αφιερωμένη
στην Παναγιά Ματρόνα, κτίσμα του 1859.
Σε όποιον αρέσει η πεζοπορία, σε 20 με 25 λεπτά μπορεί να
βρεθεί στο κέντρο της Οίας, αλλά και χρησιμοποιώντας τους ποταμούς να κατέβει στον κάμπο της Επάνω Μεριάς με τα αμπέλια και
τα ξωκκλήσια. Αρκεί να θυμάται ότι έχει να ξανανέβει.
Η Φοινικιά είναι χαρακτηρισμένος παραδοσιακός οικισμός.
Finikia, Santorini island,
Aegean Sea
Finikia is located in
the north part of Santorini, very close to famous Oia settlement. It is a tiny
village that was established, developed, died and reborn under the shadow of
Oia. Nevertheless, it presents an absolutely different image than Oia. When the
crowd fills the alleys of Oia in the afternoon to admire the sunset, it would
be better to follow the opposite way, visiting Finikia. A more authentic
version of Santorini is waiting there.
Finikia was built in a torrent, which was created by
the rain water on the soft volcanic soil of the island. This volcanic soil is
totally connected with the traditional architecture of Santorini. It is the
result of the volcano activity in the area around that determined the existence
of the island, supplying the inhabitants with a cheap, natural building
material and providing cheap accommodation. Finikia is a cave-settlement and
that means, what is visible, is perhaps just the half.
The settlement was developed during the prosperous
times of shipping on Santorini, in 18th and 19th
Centuries. Finikia was the place of the wineries of Oia, the canaves in local dialect. In fact, they
were underground spaces, dug in the soft volcanic soil, where the wine was
born, matured and kept. However, as it is located behind the caldera, has open
view to the plain and the vineyards of Epano Meria (=Upper Side, the north part
of the island). So, this was the place that the farmers who cultivated the
grapevines lived, making wine for the captains and the ship owners of Oia. They
dug the soil on the banks of the torrent and sometimes the construction was
completed with a small building in front the cave. When they needed more space,
they simply dug deeper. During the prosperous times of the settlement, there
were 150-200 active canaves.
In the course of the time, Finikia was developed both
ways, underground and under the sunlight, so as a settlement was created, with
all the features of the traditional architecture of Santorini. Traditional
architecture, which fortunately manages to be preserved. The abandonment of
Finikia began after the Great War, when things changed for global shipping. The
earthquake in 1956 was the final shot for the settlement, due to the extended
collapses on the entire island. The canaves
and most of the residences remained empty cells. People began returning in the
70s and the constructions gradually restored.
Today, Finikia constitutes a traditional settlement
with unsurpassed charm, where all the houses are renovated or restored, and very
often also the underground spaces. Even though some modern building materials
and practices invaded on the island in 1956 onwards, the settlement manages to
preserve the special architectural components of Santorini.
The visitor will need to spend half an hour to tour
the place, but many hours to enjoy it. The view to the plain with the vineyards
and to the Aegean Sea around is breathtaking, while in fact, Santorini here is
more quiet and authentic, without missing anything from the colours, the images
and the feelings.
The church of the village, dedicated to Our Lady
Matrona, is very interesting, built in 1859.
If someone likes hiking, the centre of Oia is about 20
to 25 minutes, and walking on the torrents of the sloping, can visit the
vineyards below the settlement. Certainly, he must remember that has to go up again.
Finikia (= palm tree) is a listed settlement.
Φοινικιά, μερική άποψη. Η ανάπτυξη του οικισμού
χαρακτηρίζεται
από την υποδειγματική διαχείριση του φυσικού χώρου.
Finikia, partial view. The development of the
settlement is characterized
by exemplary management of the volcanic terrain.
Φοινικιά, η ανισοϋψής και άτακτη φαινομενικά χωροθέτηση των
κτηριακών όγκων
δημιουργεί ένα ιδιαίτερα αρμονικό και λειτουργικό σύνολο.
Finikia, the dynamic, and seemingly erratic
development of the settlement
creates a particularly harmonious and functional
set.
Φοινικιά, το χαμηλότερο τμήμα του οικισμού όπου είναι
περισσότερο ορατές οι υπόσκαφες κατασκευές.
Finikia, the lower part of the settlement, where the cave-houses
are more visible.
Πινακάτες, Πήλιο, νομός
Μαγνησίας, Θεσσαλία
Οι Πινακάτες βρίσκονται στο Πήλιο, στο νομό Μαγνησίας, 25
περίπου χλμ από το Βόλο. Αποτελεί έναν κλασικό πηλιορείτικο οικισμό, τόσο από
την άποψη της αρχιτεκτονικής, όσο και της συγκρότησης. Δεν είναι σαφές πότε
ιδρύονται οι οικισμοί αυτοί. Η επικρατέστερη άποψη για πολλούς από αυτούς είναι
ότι δημιουργήθηκαν με κέντρο ένα μοναστήρι κυρίως κατά τον 13ο
αιώνα, ενώ η ίδρυση των υπολοίπων μάλλον πρέπει να τοποθετηθεί στον 15ο
αιώνα με την έλευση και οριστική εγκατάσταση των Οθωμανών στη Θεσσαλία, πιθανώς
δε και λίγο νωρίτερα. Σε αυτήν την ομάδα φαίνεται να ανήκουν και οι Πινακάτες. Το
όνομα πιθανώς οφείλεται στα πινάκια
που κατασκευάζονταν εκεί, δηλαδή στα κεραμικά και ξύλινα πιάτα, με την
Αρβανίτικη κατάληξη -άτες.
Τα χωριά του Πηλίου άκμασαν οικονομικά από τα μέσα του 18ου
αιώνα, μέσα στο ρεύμα της οικονομικής και εθνικής ανάτασης. Οι Τούρκοι δεν
εγκαταστάθηκαν ποτέ στα χωριά αυτά και οι κάτοικοι πορεύτηκαν υπό καθεστώς
σχετικής ελευθερίας. Ασχολήθηκαν κυρίως με το εμπόριο, καλύπτοντας τις ανάγκες
της ζήτησης στην Ευρώπη για πρώτες ύλες και μισοεπεξεργασμένα βιοτεχνικά, αλλά
και έτοιμα προϊόντα. Οι Πινακάτες υπήρξαν μεγάλος και ακμαίος οικισμός με
μεταξοπαραγωγή ποιότητας.
Η οικονομική ανάταση όπως ήταν φυσικό αποτυπώθηκε και στην
αρχιτεκτονική των οικισμών. Είναι η εποχή που χτίζονται όλα τα μεγάλα
αρχοντικά, τα οποία ακολουθούν το ρεύμα της αστικής, βαλκανικής παραδοσιακής
αρχιτεκτονικής. Στις Πινακάτες σώζεται ένας ικανός αριθμός τέτοιων κτηρίων και
μάλιστα σε καλή κατάσταση. Ορισμένα από αυτά φέρουν και στοιχεία οχύρωσης, έστω
και αλλοιωμένα. Επίσης σώζεται ο υπέροχος, δυναμικά, ανεπτυγμένος πολεοδομικός
ιστός, μάλλον χαλαρής μορφής, με τα χτιστά καλντερίμια και κέντρο την πλατεία.
Μάλιστα, ένας από τους λόγους της διατήρησης πολλών από τα παραδοσιακά του
στοιχεία να είναι το γεγονός ότι είχε μείνει ως σχετικά πρόσφατα εκτός του
οδικού δικτύου που συνδέει τους γειτονικούς οικισμούς. Σήμερα βέβαια ο
ασφαλτοστρωμένος δρόμος που διέρχεται μέσα από τον οικισμό έχει αλλοιώσει την
οικιστική ενότητα, καθώς το πρανές που καταλαμβάνει ο οικισμός είναι επικλινές.
Βέβαια το μεγαλύτερο μέρος του οικισμού βρίσκεται χαμηλότερα του δρόμου. Οι
Πινακάτες, άλλωστε, ως τα μέσα του 18ου αιώνα αποτελούσαν μαχαλά του
γειτονικού Αγίου Γεωργίου.
Τα χωριά του Πηλίου είχαν την τύχη να γίνουν μέρος ενός
προγράμματος για τη διάσωση των παραδοσιακών κτισμάτων τους μέσω του ΕΟΤ,
πρόγραμμα το οποίο ολοκληρώθηκε, πράγμα βέβαιο άξιο θαυμασμού για την Ελληνική
Πολιτεία. Τα αποτελέσματα αυτού του προγράμματος, το οποίο πέτυχε διπλά τον
σκοπό του, αφού συμπαράσυρε και παράλληλες αποκαταστάσεις από ιδιώτες, είναι
ορατά και στις Πινακάτες. Καθώς ήταν πάντα στη σκιά των διάσημων γειτόνων της,
είναι ένας ήσυχος οικισμός, όπου η περιήγηση στα καλντερίμια του μέσα στην
πηλιορείτικη φύση που διεισδύει στον ιστό και κάτω από τα σαχνισιά (τα εξέχοντα
τμήματα των άνω ορόφων) των αρχοντικών είναι μία ξεχωριστή εμπειρία. Αρκεί να
φροντίσετε να έχετε τελειώσει τον περίπατο πριν το ηλιοβασίλεμα, ώστε εκείνη
την ώρα να είστε στην πλατεία που κλέβει ματιές προς τον Παγασιτικό κόλπο,
στραμμένη στη δύση. Θαυμάσιας τέχνης είναι η μαρμάρινη βρύση στην πλατεία, η
οποία είναι επηρεασμένη από το ρεύμα του νεοκλασικισμού.
Οι Πινακάτες είναι χαρακτηρισμένος παραδοσιακός οικισμός.
Pinakates, Pelion Mt., Magnesia prefecture,
Thessaly
Pinakates is located on Pelion Mt. in Magnesia
prefecture, 25 klm away from Volos, the capital of the prefecture. This is a
typical settlement of the area, both for its architecture and constitution.
There is not accurate info when these settlements were established. The most
likely for some of them is that they were established around a monastery,
mainly in the 13th Century, while the establishment of the rest can
be dated in the 15th Century, when Ottomans occupied Thessaly, maybe
a little earlier. It seems that Pinakates is included to the last group.
Perhaps, the name comes from the word pinakion,
which means the wooden and clay dishes that were produced by the inhabitants.
The settlements on Pelion Mt. due to the commercial
activity and engaging with several kinds of craft industries, reached great
economic prosperity from the middle of the 18th Century onwards,
which was followed by national uplift. Ottomans never settled these villages
and people there lived under regime of relative autonomy.
As it was natural, architecture became the reflection
of the economic prosperity. This was the period that all the great mansions
were built, following the urban, traditional, Balkan architectural style. In
Pinakates, a large number of such buildings is preserved in good condition. On
some of them, defense features can be found, even deformed. The dynamically
developed, rather loose form, town-tissue is also preserved, with the square as
its centre. The fact that the settlement remained until relatively recently off
the street-net that connected the nearby settlements, is one of the reasons
that Pinakates retained its traditional characteristics. Today, the road that
cross the village has deformed the residential cohesion, as the settlement has been
built on sloping terrain. However, most of the settlement remains below the road.
Pinakates, until the middle of the 18th Century was just a
neighborhood of the nearby settlement of Saint George.
Pelion villages were part of a State project, the
target of which was the preservation of the old mansions through their
conversion into hotels. The goal was achieved and surpassed, as except for the
project, many restorations were carried out too. The results are also visible
in Pinakates. As the settlement is under the shadow of its famous neighboring
villages, is a quiet place, where wandering on the cobbled streets, under the sachnisia (projected parts) of the
mansions is a special experience. My advice is when the sunset comes, be sure
that you are on the square with view on the west to the gulf. It is worth
noting that the marble fountain on the square is a construction of exceptional
art.
Pinakates is a listed settlement.
Πινακάτες, μερική άποψη του οικισμού και η θέα προς τον
Παγασητικό κόλπο.
Pinakates, the view from the settlement to the gulf. A
part of the village is discerned.
Πινακάτες, άποψη από το δρόμο που διασχίζει τον οικισμό.
Pinakates, view from the road that crosses the
settlement.
Πινακάτες, αρχοντικό Ξηραδάκη (1840). Το μικρό αρχοντικό
αποτελεί
ένα θαυμάσιο δείγμα της αστικής, βαλκανικής, παραδοσιακής
αρχιτεκτονικής.
Pinakates, Xyradakis mansion (1840). The small
three-storey mansion
is a substantial example of the urban, traditional, Balkan
architectural style.
Μαρουλάς, νομός Ρεθύμνου,
Κρήτη
Ο οικισμός του Μαρουλά βρίσκεται 10 περίπου χλμ από το Ρέθυμνο,
στον ομώνυμο νομό, στην κοιλάδα του Αμαρίου. Πρόκειται για μεσαιωνικό οικισμό
που στη σημερινή του μορφή τουλάχιστον χρονολογείται στην Ενετοκρατία (για την
Κρήτη 1210-1669). Η πρώτη γραπτή αναφορά για τον Μαρουλά έρχεται από το 1577. Η
αρχαιολογική έρευνα όμως έχει δείξει ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί ήδη από τα
Μινωϊκά χρόνια, αφού σε κοντινή απόσταση ανασκάφηκε υστερομινωικό νεκροταφείο
με θαλαμοειδής λαξευτούς τάφους. Το όνομα του οικισμού σύμφωνα με την παράδοση
προέρχεται από μία βοσκοπούλα, τη Μαρούλη που βρήκε μία πηγή, η οποία σώζεται ακόμα
στον οικισμό, γνωστή και σήμερα ως πηγή
της Μαρούλης.
Ο Μαρουλάς διασώζει δύο πύργους, αρκετά αρχοντικά, αλλά και
μικρότερα σπίτια, όπως και εν γένει αρχιτεκτονικά στοιχεία, τα οποία
χρονολογούνται στην Ενετοκρατία, ενώ σε γενικές γραμμές επιβιώνει ο αυθεντικός
πολεοδομικός ιστός. Από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά στοιχεία που διασώζονται
είναι οι πορτάρες, πέτρινες καμάρες
άνωθεν των δρόμων. Φαίνεται να ήταν πιθανώς τόξα αντιστήριξης, αν δεν αποτελούν
απλώς κατάλοιπα ενός χαμένου μεσαιωνικού οικιστικού πλέγματος. Σύμφωνα με την
τοπική παράδοση ήταν 12, όσα και τα μεγάλα αρχοντικά.
Είναι χτισμένος στην κορυφή ενός λόφου ύψους 240 μέτρων και
η ποικιλία των κτηριακών όγκων παραδίδει ένα εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό σύνολο.
Η αμυντική φιλοσοφία στην οποία βασίστηκε η μεσαιωνική του ανάπτυξη είναι
δεδομένη, αν και πιθανώς περαιτέρω έρευνα να αποκάλυπτε μία περισσότερο κλειστή
αρχική μορφή και λειτουργία. Η ύπαρξη των πύργων, η μορφή των ενετικών
αρχοντικών, το σκαρπωτό (κεκλιμένο) τμήμα τοιχοποιίας κτηρίου που βρίσκεται
στην άκρη του οικισμού, όπως επίσης και οι πορτάρες
πιθανώς να μαρτυρούν επί του θέματος.
Παρά το ότι όμως αποτελεί ένα σύνολο που διασώζει πολλά από
τα στοιχεία του παρελθόντος του, ο οικισμός δυστυχώς δεν βρίσκεται σε ιδιαίτερα
καλή κατάσταση. Αρκετά κτίσματα παραμένουν ερειπωμένα, ενώ ο επισκέπτης θα
συναντήσει και πολλές αμφιβόλου αισθητικής προσθήκες. Παρόλα αυτά ο Μαρουλάς
καταφέρνει και αποπνέει ακόμα ένα αίσθημα αρχοντιάς, παραμένοντας ουσιαστικά
ένας αξιόπιστος αλλά και έντονος μάρτυρας της Βενετσιάνικης εποχής στην Κρήτη. Στην
αίσθηση αυτή, εκτός από τα σωζόμενα αρχοντικά, μεγάλο ρόλο κρατούν οι δύο
πύργοι του οικισμού που βάσει των στοιχείων που φέρουν είναι και αυτοί ενετικοί.
Ο μεγαλύτερος είναι ύψους 14 μέτρων και ιδιαίτερα εντυπωσιακός. Φέρει δύο εξέχοντες
πολεμικούς κλωβούς στο κορφάρι της στέψης του, καθώς και καταχύστρα άνωθεν της εξώθυρας
για την προστασία αυτής. Ο δεύτερος είναι μικρότερων διαστάσεων, με εμφάνιση
που θυμίζει τους πολεμόπυργους στη Μάνη και εξοπλισμένος επίσης με καταχύστρα.
Ο Μαρουλάς έχει χαρακτηριστεί διατηρητέος οικισμός μέσης πολιτιστικής αξίας.
Maroulas settlement, Rethymno
prefecture, Crete
The settlement of Maroulas is located in Crete, 10 klm
away from Rethymno city, in the homonymous prefecture. This is a medieval
settlement that its surviving form, at least, can be dated in the Venetian rule
period (in Crete 1210-1669). It is first written mentioned in 1577.
Nevertheless, the place was already inhabited since the Minoan period, as a
late Minoan cemetery with carved caved tombs has been excavated close to the
settlement. According to the local tradition, the settlement took its name due
to a girl-shepherd, named Maroula, who discovered a fountain. This fountain
still survives within the settlement, known as the Maroula’s fountain.
Maroulas preserves two towers, mansions and simpler
houses, and many architectural components as well, all dated in the Venetian
rule period. The town-tissue seems to be the authentic medieval pattern. One of
the most important preserved medieval features is the portares (=great doors, plural), which are stone arches above the
streets. It seems that they were retaining arches, whether they are not remains
of a lost dense medieval town-tissue. According to the local tradition, there
were 12 such arches, one for each of the once existed great mansions.
The settlement occupies a hill’s top, 240 m high. The
variety of the buildings gives us a really impressive complex-set. Even though
the defense philosophy, under which was developed, is obvious, further research
would possibly bring into light a more close and tight original form. The
existence of the towers, the form of the Venetian mansions, the leaning part of
a mansion (scarp) on the edge of the settlement, as well as the portares, could be witnesses of this
case.
Despite the fact that Maroulas preserves many of the
features of its past, it is not in a good condition. Many buildings are ruined
and the visitor can spot many aesthetically questionable more recent additions.
Nevertheless, the settlement manages retaining the medieval feeling, and remaining
a reliable witness of the Venetian rule period in Crete. Except for any other
feature, the towers play a great role to this. According to their architectural
components, they are dated in the Venetian period of the settlement. The
largest is standing, particularly impressive, 14 m high, with two corner
bartizans on the summit’s level, as well as with a box-machicolation above the
entrance for additional protection. The second tower is standing as a reminder
of the war-towers of Mani region, also equipped with a box-machicolation.
Maroulas is listed as protected, middle cultural value, settlement.
Μαρουλάς, γενική άποψη από τα νοτιοδυτικά.
Διακρίνεται ο
μεγάλος πύργος
στο ψηλότερο σημείο του λόφου.
Maroulas settlement, general southwest view.
On the
higher point the largest tower is rising.
Μαρουλάς, μία από τις σωζόμενες αρχοντικές κατοικίες.
Maroulas settlement, one of the surviving mansions.
Μαρουλάς, ο μεγάλος πύργος. Εντυπωσιακό κτίσμα με
πολεμικούς κλωβούς και καταχύστρα.
Maroulas settlement, the largest tower. This is an
impressive building with corner bartizans
and box-machicolation.
Μαρουλάς, ο μικρότερος πύργος. Οι λίθινοι πρόβολοι στη
γωνία πιθανώς στήριζαν κάποτε ένα εξέχον πολεμικό κλουβί, ενώ είναι και αυτός
εξοπλισμένος με καταχύστρα.
Maroulas settlement, the smaller tower is also
equipped with a box-machicolation. The once existence of a corner bartizan is
very possible due to the still projected corbels on the corner.
Λάγια, Μάνη, νομός
Λακωνίας, Πελοπόννησος
Η Λάγια βρίσκεται στο νότο της Προσηλιακής Μάνης, 35 ή 38
χλμ από την Αρεόπολη, ανάλογα ποιο δρόμο θα ακολουθήσουμε. Σκαρφαλωμένη στις
απότομες πλαγιές του Σαγγιά, την νότια απόληξη του Ταΰγετου, αποτελεί έναν από
τους μεγαλύτερους μεσομανιάτικους οικισμούς, όχι ιδιαίτερα γνωστό όμως. Το
όνομα του οικισμού πιθανώς προέρχεται από προσηγορικό λα̃ας = πέτρα, λίθος, βράχος ή από το οικογενειακό όνομα Λάγιος. Η πρώτη γραπτή αναφορά για τον
οικισμό χρονολογείται το 1571 σε έκθεση της Βενετικής Αποστολής, ως casale detto
Lagia.
Ο οικισμός βέβαια είναι πολύ παλαιότερος, καθώς σε γειτονικές θέσεις έχουν
εντοπιστεί υπολείμματα παλαιομανιάτικων, μεγαλιθικών οικισμών, οι γνωστές
Παλιόχωρες, ενώ δεν λείπουν και τα βυζαντινά μνημεία όπως ο ναός του Αγίου
Νικολάου (12ος αιώνας), του Αγίου Ζαχαρία (13ος αιώνας)
και του Άϊ-Στράτηκου (14ος αιώνας).
Η νότια Μάνη μπορεί να θεωρηθεί ένας ιδιαίτερα σκληρός
τόπος. Σκληρός τόπος που κληροδότησε, όπως ήταν φυσικό, τα χαρακτηριστικά του
στους κατοίκους. Η κατοίκησή του είναι πανάρχαια και όπως είναι φυσικό η
ιστορία ιδιαίτερα πλούσια. Οι Οθωμανοί δεν κατάφεραν ποτέ να επιβληθούν
ουσιαστικά στη Μάνη, η οποία σε όλη τη διάρκεια του Τουρκοκρατίας παρέμεινε
υπό ημιαυτόνομο καθεστώς. Γνώρισμά της
είναι οι πύργοι. Πύργοι πολεμικοί, χτισμένοι επί σκοπώ πολέμου, περιουσία και σύμβολο ολόκληρης της γενιάς
έναντι των άλλων, γέννημα της προσπάθειας των κατοίκων να επιβιώσουν στο άνυδρο
και φτωχό αυτό περιβάλλον.
Η Λάγια, τόπος καταγωγής και κάποτε έδρα πολύκλαδων
μανιάτικων οικογενειών, διαθέτει έναν μεγάλο αριθμό σωζόμενων πολεμόπυργων,
αλλά και πυργόσπιτων -η μετέξέλιξη του πύργου- χαρίζοντας στον επισκέπτη μία
οπτικοποιημένη υπόσταση της μανιάτικης ιστορίας και μια ιδιαίτερα περιεκτική
εικόνα της μανιάτικης ψυχής. Ο οικισμός, μέσα στο μεγαλόπρεπο άνυδρο και άδενδρο
τοπίο, παρά την γνωστή εγκατάλειψη της ελληνικής υπαίθρου, βρίσκεται σε πολύ
καλή κατάσταση και αξίζει με το παραπάνω μία περιήγηση στις ανηφορικές ρούγες
της, δίπλα στα οικογενειακά συγκροτήματα, αλλά και τις απλούστερες πέτρινες
κατασκευές.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι επειδή προφανώς μιλάμε για μία
σχετικά απομονωμένη γωνιά της Μάνης, η επίσκεψη εκεί μπορεί να συνδυαστεί με τη
γνωριμία ολόκληρης της ανατολικής-προσηλιακής πλευράς, η οποία σίγουρα κρύβει
απρόσμενες και αυθεντικές εικόνες για τον επισκέπτη, όπως άλλωστε και ολόκληρη
η Μάνη.
Η Λάγια είναι ένας από τους πολλούς χαρακτηρισμένους
παραδοσιακούς οικισμούς στη Μάνη.
Lagia, Mani region, Lakonia
prefecture, the Peloponnese
Lagia is located in the south of eastern Mani region,
38 klm away from Areopolis. It is one of the largest settlements of Messa Mani
(south), occupying a position on the slopes of Saggias Mt. the southern part of
Taygetus Mt., the highest mountain of the Peloponnese. The name of the
settlement maybe comes from the common noun Laas
(= stone, rock, λα̃ας in Ancient Greek) or from the family name Lagios. The first written mention is
dated in 1571 in Venetian records as casale
detto Lagia. Nevertheless, the settlement is definitely older. In
neighboring sites, megalithic remnants have been discovered, while byzantine
monuments are still existed, such as the churches of Saint Nicolas (12th
Century), Saint Zacharias (13th Century) and Saint Stratikos (14th
Century).
Southern Mani can be considered as a very hard place,
which bequeathed its characteristics to the inhabitants. The habitation here
can be dated since Paleolithic era (Old Stone Age), at least, and the history
is really long and rich. Ottomans never really manage to occupy the place, and
during the whole Ottoman rule period, Mani remained under semi-autonomous
regime. The main feature of Mani is the war-towers. They were rising as the
symbol of the clan, collectively owned by its members, born of their effort to
survive against the neighboring clans in this arid and poor natural
environment.
Lagia, the origin place and once the seat of extended
Maniot clans, preserves a large number of war-towers and tower-houses, providing
to the visitor a visualized substance of Maniot history, and a particularly
comprehensive image of Maniot soul as well. The settlement, despite the
abandonment, known for a large part of Greek countryside, is under very good
condition and it is worth someone to walk on the steeping alleys next to the
family building-complexes and to the simpler stone constructions.
The truth is that Lagia is situated in a rather
isolated place of Mani, so must be noted that a visit there can be combined
with a tour around the whole eastern part of the region, where authentic and
unexpected images can be found, as well in whole Mani.
Lagia is one of the many listed settlements in Mani.
Λάγια, θα έλεγε κανείς, μία οπτικοποιημένη υπόσταση της
μανιάτικης ιστορίας.
Lagia, we could say, a visualized substance of Maniot
history.
Λάγια, πολεμόπυργος και πυργόσπιτο στην άνω μεριά του
οικισμού.
Lagia, a war-tower and a tower-house on the upper side
of the settlement.
Λάγια, οχυρή κατοικία, όπου το πυργόσπιτο βρίσκεται σε
επαφή με τον πολεμόπυργο.
Lagia, fortified residence. The tower-house was built
attached to the war-tower.
Δίλοφο, νομός Ιωαννίνων,
Ήπειρος
Το Δίλοφο είναι ένα από τα 45 χωριά που αποτελούν το
σύμπλεγμα του Ζαγορίου, περισσότερο γνωστά ως Ζαγοροχώρια. Η απόσταση από τα
Ιωάννινα είναι περίπου 36 χλμ. Η περιοχή φημίζεται για την ιδιαίτερη ομορφιά
του φυσικού τοπίου, όπου βουνά, δάση, φαράγγια και ποτάμια δίνουν τον τόνο, με
σημαντικότερο όλων βέβαια τη χαράδρα του Βίκου. Το Δίλοφο βρίσκεται στο
κεντρικό Ζαγόρι, χτισμένο σε 900 περίπου μέτρα υψόμετρο, στις πλαγιές του όρους
Τύμφη, πλήρως ενσωματωμένο στο φυσικό περιβάλλον. Η αλήθεια πάντως είναι ότι
θέλει λίγο προσοχή στις πινακίδες για να καταφέρεις να το βρεις.
Η παλαιότερη ονομασία του ήταν Σοποτσέλι (Σιου-ν-ποτσέλ), που
στη βλαχική γλώσσα σημαίνει τόπος που έχει
νερό. Δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες για το πότε ιδρύθηκε. Οι πρώτοι
συγκροτημένοι οικισμοί στο Ζαγόρι αναφέρονται σε αυτοκρατορικά Χρυσόβουλα του
1319 και 1361 και δεν περιλαμβάνεται. Αν και πληροφορίες αναφέρουν εγκατάσταση
στην περιοχή ήδη από πρώιμες εποχές, το πιθανότερο είναι ότι αναπτύχθηκε ως
συγκροτημένος οικισμός την περίοδο 1380-1431, όπως και οι πιο πολλοί στο Ζαγόρι.
Την περίοδο αυτή σημειώνονται συνεχείς επιθέσεις από τους Αλβανούς και τους
Τούρκους σε ολόκληρη την Ήπειρο, οι οποίες όμως στο Ζαγόρι αποκρούστηκαν. Έτσι
ουσιαστικά δεν εγκαταστάθηκαν ποτέ οι Οθωμανοί στην περιοχή αυτή. Το 1431
πάντως που ξεκινά η Τουρκοκρατία στην Ήπειρο και υπογράφεται συνθήκη μεταξύ των
Ζαγορίσιων και των Οθωμανών, το Δίλοφο αναφέρεται στη συνθήκη.
Τα Ζαγοροχώρια γνώρισαν οικονομική ακμή κατά τη διάρκεια
της Τουρκοκρατίας, βασισμένη στην αποδημία, στο εμπόριο, αλλά και στα προνόμια
που κατάφεραν να αποκτήσουν. Ξακουστά ήταν τα ζαγορίτικα καραβάνια που
μετέφεραν προϊόντα. Χαρακτηριστικό δε είναι ότι τα χωριά γνώρισαν οικονομική
ανάπτυξη ανά ομάδες, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Η σημερινή εικόνα των
οικισμών οφείλεται πάντως στην οικονομική ευμάρεια που ξεκίνησε στα μέσα του 18ου
αιώνα. Η αρχή της αντίστροφής μέτρησης τοποθετείται στις αρχές του 20ου
αιώνα.
Το Δίλοφο είναι από τα χωριά του συμπλέγματος που έχει καταφέρει
να κρατήσει την εικόνα του χωρίς πολλές μορφολογικές αλλοιώσεις, ειδικά σε
σχέση με άλλα Ζαγοροχώρια. Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλά από τα χωριά
καταστράφηκαν διαδοχικά από τους Τούρκους και μετά από τους Γερμανούς.
Παρά την εγκατάλειψη που δυστυχώς δίνει το στίγμα της στο
μέρος -στην Ελλάδα βέβαια αποδείχθηκε σωτήρια ως ένα βαθμό- η υψηλού βαθμού διατήρηση
της παραδοσιακής του αρχιτεκτονικής καθώς και το γεγονός ότι τα αυτοκίνητα δεν
χωρούν στα καλντερίμια του, χαρίζουν στον οικισμό μία αίσθηση ότι ο χρόνος έχει
σταματήσει. Εδώ τα πάντα έχουν γίνει από πέτρα. Πέτρα που λάξευσαν Ηπειρώτες
μάστορες και στόλισαν τον τόπο με καλντερίμια, άριστης τέχνης τοιχοποιίες,
στέγες, μάντρες. Άσπρη πέτρα για τις τοιχοποιίες, μαύρη πλάκα για τις στέγες.
Μάντρες ψηλές και αυλόπορτες βαριές που εξασφάλιζαν την ιδιωτικότητα της
προσωπικής ζωής, σε μία απόλυτη διάκριση του οικογενειακού από το δημόσιο βίο.
Μία αίσθηση που περνάει και στον επισκέπτη σήμερα καθώς περιηγείται στα
καλντερίμια κάτω από τα αρχοντικά, την Αναγνωστοπούλειο σχολή (1855), το ναό
της Κοίμησης της Θεοτόκου (1857). Το Δίλοφο είναι ουσιαστικά διατεταγμένο γύρω
από την κεντρική πλατεία με τον πλάτανο που η παράδοση θέλει να βρίσκεται εκεί
4 αιώνες. Αυτό είναι το μεσοχώρι, από
όπου φεύγουν τα καλντερίμια για τους μαχαλάδες. Επίσης ο οικισμός φιλοξενεί το
ψηλότερο κτήριο στο Ζαγόρι, το αρχοντικό Μακρόπουλου (1906) ή Λουμίδη πλέον,
ύψους περίπου 14 μέτρων. Ο λόγος σύμφωνα με την παράδοση για τον οποίο χτίστηκε
τόσο ψηλό, ήταν η νοσταλγία της φρεσκοπαντρεμένης κυρίας του σπιτιού για το
χωριό της που είχε εγκαταλείψει μετά το γάμο. Έτσι ο σύζυγός της για να την
ευχαριστήσει το έχτισε όσο ψηλό χρειαζόταν για να βλέπει το χωριό της το
Κουκούλι. Στην πραγματικότητα είναι απλώς ένα κτήριο τριών επιπέδων και το ύψος
του το χρωστά στον τοίχο αντιστήριξης στον οποία πατά, λόγω του ιδιαίτερα
επικλινούς πρανούς.
Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι οι ψηλοί μαντρότοιχοι
εξασφάλιζαν συγχρόνως και την άμυνα. Αμυντικά στοιχεία όπως κάγκελα στα
παράθυρα, πολεμίστρες και βαριές, αμπαρωμένες θύρες ανιχνεύονται επίσης και
στην κατοικία. Οι Αλβανικές επιθέσεις ήταν πάντα ένα σοβαρό ενδεχόμενο.
Το Δίλοφο είναι χαρακτηρισμένο ως παραδοσιακός οικισμός. Το
θέμα είναι βέβαια τι συμβαίνει στην πράξη.
Dilofo, Ioannina prefecture,
Epirus
Dilofo (=two hills) is located in Ioannina prefecture,
Zagori region, 36 klm away from Ioannina city, the capital of the prefecture.
It is one of the 45 villages that can be found there, better known as
Zagorochoria. Nature is amazing in Zagori, characterized by mountains, woods,
gorges and rivers. The most important is the famous gorge of Vikos. Dilofo is
standing on the slopes of Tymfi Mt. at 900 m altitude, completely incorporated
into the natural environment. However, the truth is that it takes a little attention
on the signs to find it.
The older name of the settlement was Sopotseli that in
Aromanian means a place with fresh water.
There are not accurate reports about when it was established. The first real
settlements in Zagori are mentioned in Byzantine Imperial documents in 1319 and
1361, and Dilofo is not included. Even though there are testimonies that the
area has been already inhabited since earlier times, the most likely is Dilofo
was established as a real settlement in the period 1380-1431, as most of
Zagorochoria. In that period the Ottoman and Albanian attacks began in Epirus
(northwest Greek area), but they never really occupied Zagori. However, in
1431, when the Ottoman rule period started in Epirus, Zagorians signed a treaty
with Ottomans, and Dilofo is mentioned in this treaty.
The great economic prosperity that this village group
reached, was based on the migration, commercial activity, and also on the
privileges that were granted from the Ottoman Empire. The Zagorian caravans,
carrying goods, were particularly famous. Nevertheless, the today image of
Zagorochoria is due to the economic growth of the 18th and 19th
Centuries. The countdown for Zagorochoria began at the start of the 20th
Century.
Dilofo is one of the villages in this group that has
managed to maintain its traditional image without many deformations, especially
comparing it with some of the rest Zagorochoria. It is worth noting that some
of these settlements were destroyed, originally by the Turks at the start of
the 20th Century, and in the Great War by the Germans.
Despite the abandonment that unfortunately gives its
signal, the high rate maintenance of traditional architecture and the fact that
vehicles cannot enter the settlement, make the visitor feel that the time has stopped.
Everything here is made of stone. Stone, which was carved by the famous
stone-masons of Epirus, who adorned the place with cobbled streets, masonries,
slate-roofs, stone-fences; white stone for the masonries, dark stone for the
roofs. The fences were high, ensuring privacy, separating family life from
public life. A feeling that passes to the visitor today, wandering on the
cobbled streets, next to the mansions, the school building (1855) and the
central church, dedicated to the Assumption of Virgin Mary (1857).
Dilofo is arranged around the square with the plane
tree that, according to the local tradition, survives for almost 4 centuries.
This is the place that all the alleys start, leading to the neighborhoods of
the settlement. In Dilofo, the highest mansion in Zagori can be found, the
mansion of Makropoulos family (1906), now owned by Loumides family. It is
almost 14 m high. The owner built the mansion so high, in order his wife has
visual contact with her village, the nearby Koukouli village. In fact, the
building is just a three-storey mansion, which was built on a retaining wall,
due to the particularly sloping terrain.
It is worth noting that the high fences also ensured
the defense. Defense features, such as cages on the openings, shot-slits, and
heavy barricaded doors can also be found on the houses inside the fences. The
Albanian raids were not rare until the end of the 19th Century.
Dilofo is a listed settlement.
Δίλοφο, μερική άποψη από την πλατεία.
Άσπρη πέτρα για τις
τοιχοποιίες, σκούρα για τις στέγες.
Dilofo, partial view from the square.
White stone for
the masonries, dark stone for the roofs.
Δίλοφο, καλντερίμι που οδηγεί στην πλατεία του οικισμού.
Πέτρα λαξευτή παντού, από τα χέρια των Ηπειρωτών μαστόρων.
Dilofo, cobbled street, leading to the square.
Everything is made of stone,
carved by the hands of the famous masons of
Epirus.
Δίλοφο, αρχοντικό του 18ου αιώνα, άποψη από την
αυλή.
Dilofo, mansion, dated in the 18th Century,
view from the courtyard.
Μπράβο άριστη δουλειά με μεράκι και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η κάθε ιστορία, ιδιαίτερη και πλούσια, Εύχομαι τα ταξίδια σας να είναι πάντα ξεχωριστά.
ReplyDeleteΕυχαριστούμε πολύ, χαιρόμαστε που αρέσει.
Delete